-
1 Κινάδων
Κίναδοςfox: masc gen pl -
2 κινάδων
κίναδοςfox: masc gen pl -
3 κίναδος
κίναδος, - εοςGrammatical information: n.Meaning: Sicil. word fr `fox' (Call. Com. 1 D., sch. Theoc. 5, 25), `beast, monster' (Democr. 259), of people `cunning rogue' (Att.); acc. to H. = θηρίον, ὄφις;Derivatives: Diminutive κινάδιον (Harp.). PN Κινάδης, Κινάδων (Bechtel, Pers.namen 582). κινάδ-ρα ἀλώπηξ H.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Page in Frisk: 1,853Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κίναδος
См. также в других словарях:
Κινάδων — (4ος αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης πολιτικός. Ηγήθηκε μιας συνωμοσίας η οποία είχε σκοπό την παραχώρηση ίσων πολιτικών δικαιωμάτων στους είλωτες και στους περιοίκους, κατά το πρώτο έτος της βασιλείας του Αγησίλαου B’. Η ενέργεια αυτή αποτελούσε την πρώτη … Dictionary of Greek
Κινάδων — Κίναδος fox masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κινάδων — κίναδος fox masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
КИНАДОН — • Cinădon, Κινάδων, спартанец, составил в союзе с нериэками и илотами заговор с целью переворота в государственном устройстве. Заговор был открыт и заговорщики казнены. Хеn. Hell. 3, 3, 4 слл … Реальный словарь классических древностей