-
1 Κηφισσοίο
-
2 Κηφισσοῖο
См. также в других словарях:
Κηφισσοῖο — Κηφισσός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 Κηφισσοίο
2 Κηφισσοῖο
Κηφισσοῖο — Κηφισσός masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)