Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κηφισίς

См. также в других словарях:

  • Κηφισίς — Κηφισίς, ἡ (Α) (θηλ. τού Κηφισός) (μόνο στην Ομ. Ιλ. και στον Ομηρ. Ύμν. εις Απόλλ.) φρ. λίμνη Κηφισίς η λίμνη Κωπαΐς, η αποξηραμένη σήμερα Κωπαΐδα …   Dictionary of Greek

  • Κηφισίς — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισίδα — Κηφισίς fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισίδες — Κηφισίς fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισίδι — Κηφισίς fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κηφισίδος — Κηφισίς fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»