Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

Κερβέρου

См. также в других словарях:

  • Κερβέρου — Κέρβερος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κερβέρου — κέρβερος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Τάρταρος — (πληθυντικός τα Τάρταρα). Μυθικός τόπος στα έγκατα της Γης, που ήταν, όπως αναφέρει ο μύθος, τόσο μακριά από την επιφάνειά της όσο η ίδια από τον ουρανό. Μέσα σε αυτόν τον ανήλιο τόπο υψωνόταν το ανάκτορο της Νύχτας, που το σκέπαζαν πάντοτε… …   Dictionary of Greek

  • ακόνιτο — (aconitum). Επιστημονική ονομασία γένους ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Περιλαμβάνει περισσότερα από 60 είδη της Ευρώπης, της Ασίας και της Βόρειας Αμερικής. Τα φυτά αυτά έχουν ψηλό βλαστό που μπορεί να φτάσει σε ύψος… …   Dictionary of Greek

  • χυλός — ο, ΝΜΑ φυσιολ. η λέμφος που προέρχεται από το λεπτό έντερο, μετά την πέψη, και είναι πλούσια σε σταγονίδια λίπους προερχόμενα από τα λιπίδια τής τροφής νεοελλ. 1. πολτώδες φαγητό από αλεύρι ή άλλη αμυλώδη ουσία και νερό, που παρασκευάζεται με… …   Dictionary of Greek

  • Ερύθεια — Μυθολογικό νησί. Ονομάστηκε έτσι από το όνομα μιας Εσπερίδας νύμφης. Στο νησί αυτό κατοικούσε ο Γηρυόνης με τον Ευρυτίωνα, στον οποίο είχε αναθέσει να του βόσκει τα βόδια του. Κατά τη μυθολογία, ο Ηρακλής έκλεψε τα βόδια, αφού πρώτα σκότωσε τον… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»