-
1 Κεραμης
-
2 Κεραμής
-
3 Κεραμῆς
-
4 κεραμής
-
5 κεραμῆς
-
6 κεραμεύς
-
7 Κεραμεις
-
8 κεραμεύς
A potter,ὡς ὅτε τις τροχὸν.. κεραμεὺς πειρήσεται Il.18.601
, cf. Hom.Epigr.14.1, etc.; οἱ κ., a guild at Thyatira, IGRom.4.1205: prov.,καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει Hes.Op.25
, cf. Arist.Rh. 1381b16, EN 1155a35; κεραμέως πλοῦτος and κεραμεὺς ἅνθρωπος, prov., of anything frail and uncertain, Diogenian.5.97, 98.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κεραμεύς
См. также в других словарях:
Κεραμῆς — Κεραμεῖς potter masc nom pl (attic) Κεραμεῖς potter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμῆς — κεραμεύς potter masc nom pl κεραμεύς potter masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεραμέας — ο (ΑΜ κεραμεύς, έως) [κέραμος] αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για κατασκευή πήλινων αντικειμένων, κεραμουργός, κεραμοποιός αρχ. 1. (στον πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Κεραμεῑς και (αττ. τ.) Κεραμῆς ονομασία δήμου τής Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων» … Dictionary of Greek
σκυλοδέψης — και σκυλοδέσφης, ὁ, Α αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης («ἀναπηδῶσιν πάντες ἐπ ἔργον, χαλκῆς, κεραμῆς, σκυλοδέψαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλος (τὸ) «δέρμα ζώου» + δέψης / δέσφης (< δέφω / δέψω «κατεργάζομαι»), πρβλ. βυρσο δέψης] … Dictionary of Greek