-
1 Κελτικη
-
2 Κελτική
-
3 Κελτικῇ
-
4 Κελτική
ΚελτικόςCeltic: fem nom /voc sg (attic epic ionic) -
5 Κελτικήι
-
6 Κελτικῆι
-
7 κέλλω
A , E.Hec. 1057 (lyr.),κελῶ Hsch.
: [tense] aor. ἔκελσα (v. infr.):— drive on, Hom. only in Od., always in phrase νῆα κέλσαι run a ship to land, put her to shore,νῆα μὲν αὐτοῦ κέλσαι Od.10.511
;νῆα.. ἐκέλσαμεν ἐν ψαμάθοισιν 9.546
; cause to land,ἀνδρῶν ἡρώων στόλον A.R.2.1090
: metaph.,Ἄργει κ. πόδα E.El. 139
(lyr.).II intr., of ships or seamen, put to shore or into harbour,κελσάσῃσι δὲ νηυσὶ καθείλομεν ἱστία Od.9.149
;κέλσαντες Σιμόεντος ἐπ' ἀκτάς A. Ag. 696
(lyr.), cf. Eu.10; ; : c.acc. loci,κέλσαι.. Ἄργους γαῖαν A.Supp.15
(anap.);Τροίας ἄστυ E. Rh. 934
: metaph., A.Pr. 186 (lyr.);κ. ποτὶ τέρμα E.Hipp. 140
(lyr.); πᾷ κέλσω; where shall I find a haven? Id.Hec. 1057 (lyr.). (Cf. κέλομαι.) -
8 Κελτοί
-
9 νάρδος
νάρδος, ἡ,A spikenard, Nardostachys Jatamansi, Thphr.HP9.7.2, Nic. Th. 604, LXX Ca.1.12, Ev.Marc.14.3;ν. Ἰνδική Dsc.1.7
, etc.;νάρδου στάχυς Gal.12.84
, al.; cf. sq.2 ν. Κελτική Celtic nard, Valeriana celtica, Dsc.1.8, cf. Plin.HN14.107.3 ν. ὀρεινή or ὀρεία mountain nard, Valeriana Dioscoridis, Dsc.1.9 (cf. Thphr.HP 9.7.4).4 ν. Συριακή Syrian nard, Cymbopogon Iwarancusa, Dsc. 1.7, cf. Plin.HN12.45.5 νάρδου ῥίζα ginger grass, Cymbopogon Schoenanthus, Arr.An.6.22, cf. 7.20.II oil of spikenard, PSI6.628.7 (iii B.C.), AP6.250 (Antiphil.), Aret.CD2.2, etc.;ν. Βαβυλωνιακή Alex.308
. (Semitic word, cf. Bab. lardu.) -
10 σαλιούγκα
σαλιούγκα, ἡ, =Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σαλιούγκα
-
11 ἀγριόρροδον
ἀγριόρροδον, τό, =Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγριόρροδον
См. также в других словарях:
Κελτικῇ — Κελτικός Celtic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κελτική — Κελτικός Celtic fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κελτία ή Κελτική — Ρωμαϊκή υποδιαίρεση της αρχαίας χώρας των Γαλατών. Τα όριά της προς ΒΑ αποτελούσαν ο Σηκουάνας, ο Μάρνης και τα Βόσγια, προς A o Ρήνος και οι Άλπεις, προς Ν οι ποταμοί Ροδανός και Γαρούνας και τα Πυρηναία. Το 51 π.Χ., μετά την υποταγή της στον… … Dictionary of Greek
Ελβέτιοι — Κελτική φυλή, που κατοικούσε αρχικά στην περιοχή ανάμεσα στον Μέλανα Δρυμό, στον Ρήνο και στον Μάιν, ενώ σύμφωνα με τον Ιούλιο Καίσαρα, η χώρα τους βρισκόταν στο σημερινό ελβετικό οροπέδιο. Στην ιστορία εμφανίστηκαν το 107 π.Χ. ως σύμμαχοι των… … Dictionary of Greek
Κελτικῆι — Κελτικῇ , Κελτικός Celtic fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
ГАЛЛИЯ — • Gallĭa, 1. η̉ Κελτική, впоследствии Γαλατία, также G. Transalpina (η̉ perάlpeioς Κελτική), в противоположность к G. Cisalpina (Верхней Италии), в правление Августа имела следующие границы: на юг Средиземное море, называвшееся в этой… … Реальный словарь классических древностей
νάρδος — Πολυετές φυτό της οικογένειας των Αγρωστιδών ή Γραμινιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ελλάδα, σε ορεινές και αλπικές βοσκές. Η επιστημονική ονομασία του είναι νάρδος ο σφικτός. Αποκτά τη μορφή πυκνής χαμηλής πρασινόγκριζας τούφας, από την… … Dictionary of Greek
σαλιούγκα — ἡ, Α (κατά τον Διοσκ.) το φυτό νάρδος η κελτική. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. saliunca «κελτική νάρδος»] … Dictionary of Greek