Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κεκροπίῳ

См. также в других словарях:

  • Κεκροπίῳ — Κέκροψ Cecropian masc/neut dat sg Κεκρόπιον Cecropian neut dat sg Κεκρόπιος Cecropian masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κεκρόπιο — Τμήμα του οικοδομήματος του Ερεχθείου της Ακρόπολης, στο οποίο, σύμφωνα με τη μυθολογία, βρισκόταν ο τάφος του βασιλιά Κέκροπα, στη βορειοδυτική πλευρά του κτιρίου. Το τμήμα αυτό συνδεόταν με τις Καρυάτιδες με μια μικρή στοά, η οποία στις… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»