-
1 Καυκασος
-
2 Καύκασος
ο горы Кавказ -
3 Καύκασος
-
4 εσχαταω
(только part.)1) быть далеким(Ἀνθηδὼν ἐσχατόωσα Hom.; Καύκασος ἐσχατόων Theocr.)
2) находиться на краюδηΐων ἐσχατόων τις Hom. кто-л. — из врагов, бродящий с краю (неприятельского стана)
См. также в других словарях:
Καύκασος — Mt. Caucasus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καύκασος — (ρωσ. Kafkaz, αγγλ. Caucasus). Ορεινό συγκρότημα (ψηλότερη κορυφή: Ελμπρούζ, 5.642 μ.) στο απώτατο τμήμα της νοτιοανατολικής Ρωσίας, το οποίο παλαιότερα θεωρείτο το φυσικό όριο μεταξύ Ευρώπης και Ασίας, σήμερα όμως κατατάσσεται αποκλειστικά στην… … Dictionary of Greek
Καύκασος ή Καυκασία — (Caucasia). Γεωγραφική περιοχή (440.000 τ. χλμ.), που περιλαμβάνει το απώτατο μέρος της δυτικής Ρωσίας (Βόρεια Καυκασία, παλαιότερα Εγγύς Καυκασία, Ciscaucasia) και τη Γεωργία, την Αρμενία και το Αζερμπαϊτζάν (Υπερκαυκασία, Transcaucasia).… … Dictionary of Greek
Νέος Καύκασος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 605 μ.), στην επαρχία Φλώρινας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται προς τα Β του νομού, κοντά στα σύνορα με τη Νοτιοσλαβία. Ήταν έδρα της ομώνυμης πρώην κοινότητας (14 τ. χλμ.) … Dictionary of Greek
Καυκασίων — Καύκασος Mt. Caucasus fem gen pl Καύκασος Mt. Caucasus masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυκάσιον — Καύκασος Mt. Caucasus masc acc sg Καύκασος Mt. Caucasus neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυκάσιος — Καύκασος Mt. Caucasus fem gen sg (epic doric ionic aeolic) Καύκασος Mt. Caucasus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυκασίη — Καύκασος Mt. Caucasus fem nom/voc sg (epic ionic) Καυκασία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυκασίην — Καύκασος Mt. Caucasus fem acc sg (epic ionic) Καυκασία fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυκασίης — Καύκασος Mt. Caucasus fem gen sg (epic ionic) Καυκασία fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καυκασίοιο — Καύκασος Mt. Caucasus masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)