Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

Καρνεῖος

См. также в других словарях:

  • Κάρνειος — festival held in his honour masc nom sg Κάρνεῑος , Καρνεῖος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάρνειος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης. Ανατράφηκε στο ιερό άλσος του Απόλλωνα στην Ίδη, από τον ίδιο τον θεό, ο οποίος του δίδαξε τη μαντική, και τη μητέρα του, Λητώ. Κ. ήταν επίσης και μία από τις προσωνυμίες του Απόλλωνα. * * *… …   Dictionary of Greek

  • Καρνείοιο — Κάρνειος festival held in his honour masc gen sg (epic) Καρνεί̱οιο , Καρνεῖος masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρνείου — Κάρνειος festival held in his honour masc gen sg Καρνεί̱ου , Καρνεῖος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρνείῳ — Κάρνειος festival held in his honour masc dat sg Καρνεί̱ῳ , Καρνεῖος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κάρνειον — Κάρνειος festival held in his honour masc acc sg Κάρνεῑον , Καρνεῖος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Карнеи — (τά Κάρνεια) по свидетельству древних, общедорийский праздник, справлявшийся особенно в Спарте, ежегодно в течение 9 дней, в честь Аполлона Карнея (Καρνεϊος). В Спарте он имел характер военного праздника. С 26 Олимпиады (т. е. 676 672 г. до Р. Хр …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Κρείος ή Κρίος ή Κριός — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση ήταν Τιτάνας, γιος του Ουρανού και της Γης, και λατρευόταν στην Πελοπόννησο με τη μορφή κριού. Είχε σύζυγο την Ευρυβία, κόρη του Πόντου, και τρεις γιους, τον Αντραίο, τον Πάλλαντα και τον Πέρση. Μετά… …   Dictionary of Greek

  • Καρνείοις — Κάρνεια festival held in his honour neut dat pl Κάρνειος festival held in his honour masc dat pl Καρνεί̱οις , Καρνεῖος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρνείωι — Καρνείῳ , Κάρνειος festival held in his honour masc dat sg Καρνεί̱ῳ , Καρνεῖος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρνείων — Κάρνεια festival held in his honour neut gen pl Κάρνειος festival held in his honour masc gen pl Καρνεί̱ων , Καρνεῖος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»