Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Καλλαβίς

См. также в других словарях:

  • καλλαβίς — καλλαβίς, ἡ (Α) είδος ασελγούς ορχήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προήλθε είτε από *κάλλαβος είτε, κατ άλλους, από *καταλαβίς] …   Dictionary of Greek

  • Καλλαβίς — a wanton dance fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλαβίδας — Καλλαβίς a wanton dance fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλαβίδες — Καλλαβίς a wanton dance fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλλαβίδων — Καλλαβίς a wanton dance fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλλαβίδια — καλλαβίδια, τὰ (Α) [καλλαβίς] εορτή κατά την οποία γινόταν η όρχηση καλλαβίς* …   Dictionary of Greek

  • Καλαβίς — Καλαβίς, ἡ (Α) βλ. Καλλαβίς …   Dictionary of Greek

  • καλλαβούμαι — καλλαβοῡμαι, όομαι (Α) [καλλαβίς] χορεύω την καλλαβίδα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»