-
1 Καλλαβίς
Καλλαβίςa wanton dance: fem nom sg -
2 Καλλαβίς
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Καλλαβίς
-
3 καλλαβίς
καλλαβίς, - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: name of a lascivious dance (Eup. 163, Phot.); καλαβίς H. = τὸ περισπᾶν τὰ ἰσχία, η γένος ὀρχήσεως ἀσχημόνως τῶν ἰσχίων κυρτουμένων.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]Etymology: Seems derived from *κάλλαβος; it would belong to the popukar, lower words in - βος (cf. Chantraine Formation 260ff.). - After Bechtel Dial. 2, 375 from *καταλαβίς; semantically not yet explained. Fut. 343 compares κόλαβρος, a song that accompanies the κολαβρισμόςPage in Frisk: 1,764Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > καλλαβίς
-
4 Καλλαβίδας
Καλλαβίςa wanton dance: fem acc pl -
5 Καλλαβίδες
Καλλαβίςa wanton dance: fem nom /voc pl -
6 Καλλαβίδων
Καλλαβίςa wanton dance: fem gen pl -
7 καλαβάς
A v. Καλλαβίς. [full] καλαβοίδια (i.e. καλαϝοίδια), τά, hymns in honour of Artemis, Id. ( καλαβοῦτοι cod.); cf. Καλαοίδια. [full] κᾰλαβρίζω, [full] κᾰλαβρισμός, v. κολαβρ-. [full] καλαβρός· βάρβαρος, Id. [full] καλαβύστας· τοὺς κωλώτας ([place name] Argive), Id.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαβάς
-
8 καλαμίζω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καλαμίζω
-
9 κόλαβρος
Grammatical information: m.Other forms: m. = χοιρίδιον (H. [cod. κοιλίδιον], Suid.); v.l. καλαβρισμός codd. Ath. 14, 629d. Cf. κολόβριον `id.' (Ar. Byz. ap. Eust. 1817, 19) Fur. 343.Derivatives: κολαβρίζειν σκιρτᾶν (H.) with κολαβρισμός (Ath., Poll.), pass. `to be derided' (LXX); κολαβρευομένη κώλοις ἁλλομένη H. See Lawler and Kober Class. Phil. 40, 98ff. with hypotheses on the etymology.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Poll. 4, 100 calls the dance Thracian or Carian; so prob. a foreign word. Cf. Suid. κολαβρισθείη χλειασθείη, ἐκτιναχθείη, ἀτιμασθείη κόλαβρος γὰρ ὁ μικρὸς χαῖρος. Fur. 343 compares κολόβριον `small pig' (Ar. Byz. ap. Eust. 1817, 19); so a Pre-Greek word. And for the dance καλλαβίς `a passionate dance', and note καλαβρισμός codd. Ath. 14, 629d.Page in Frisk: 1,896Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > κόλαβρος
См. также в других словарях:
καλλαβίς — καλλαβίς, ἡ (Α) είδος ασελγούς ορχήσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Προήλθε είτε από *κάλλαβος είτε, κατ άλλους, από *καταλαβίς] … Dictionary of Greek
Καλλαβίς — a wanton dance fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλαβίδας — Καλλαβίς a wanton dance fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλαβίδες — Καλλαβίς a wanton dance fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Καλλαβίδων — Καλλαβίς a wanton dance fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καλλαβίδια — καλλαβίδια, τὰ (Α) [καλλαβίς] εορτή κατά την οποία γινόταν η όρχηση καλλαβίς* … Dictionary of Greek
Καλαβίς — Καλαβίς, ἡ (Α) βλ. Καλλαβίς … Dictionary of Greek
καλλαβούμαι — καλλαβοῡμαι, όομαι (Α) [καλλαβίς] χορεύω την καλλαβίδα … Dictionary of Greek