-
1 κακοίλιος
κακο-ίλιος, ἡ, die Unglücks-Ilios, die viele ins Unglück gestürzt hat -
2 Δύς-παρις
Δύς-παρις, ιδος, Unglücks-Paris, Homer zweimal, Iliad. 3, 39. 13, 769 Δύσπαρι, εἶδος ἄριστε, γυναιμανές, ἠπεροπευτά, Apoll. Lex. Hom. p. 60, 31 Δύσπαρι· δυσώνυμε, κακῶς παρωνομασμένε. Vgl. Κακοΐλιος und Ἄιρος. – Alcman bei Scholl. Iliad. 3, 39 u. bei Eustath. p. 379, 38 (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 642 frgm. 31) Δύσπαρις, αἰνόπαρις, κακὸν Ἑλλάδι βωτιανείρῃ. – Luc. Mort. D. 19.
-
3 Ἄιρος
Ἄιρος, ὁ, Odyss. l 8, 73, scherzhafte Negation des Namens Iros, Ἶρος Ἄιρος Iros der kein Iros ist, Unglücks-Iros, Apoll. Lex. Hom. 18, 16 ἐπὶ κακᾠ Ἶρος ὠνομασμένος. Vgl. Δύσπαρις Iliad. 3, 39. 13, 769, Κακοίλιος Od. 19, 260. 597. 23, 19.
См. также в других словарях:
Κακοίλιος — Κακοΐλιος , Κακοίλιος unhappy Ilios fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κακοΐλιος — Κακοΐλιος, ἡ (Α) το δυστυχισμένο, το άτυχο, το κακοπαθημένο Ίλιον («ᾤχετ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek
άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) … Dictionary of Greek
Κακοίλιον — Κακοΐλιον , Κακοίλιος unhappy Ilios fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)