Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

Κακοΐλιος

См. также в других словарях:

  • Κακοίλιος — Κακοΐλιος , Κακοίλιος unhappy Ilios fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Κακοΐλιος — Κακοΐλιος, ἡ (Α) το δυστυχισμένο, το άτυχο, το κακοπαθημένο Ίλιον («ᾤχετ ἐποψόμενος Κακοΐλιον οὐκ ὀνομαστήν», Ομ. Οδ.) …   Dictionary of Greek

  • άιρος — ἄιρος, ο (Α) (στον Όμηρο και μόνο στη φρ.) Ἶρος ἄιρος ο δυστυχισμένος, ο άμοιρος Ίρος. Με τη λ. ἄιρος γίνεται λογοπαίγνιο στο κύρ. όνομα «Ἶρος» (πρβλ. και δῶρα ἄδωρα, Δύσπαρις, Κακοΐλιος) …   Dictionary of Greek

  • Κακοίλιον — Κακοΐλιον , Κακοίλιος unhappy Ilios fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»