Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Καζαχστάν

См. также в других словарях:

  • Καζαχστάν — Βλ. λ. Καζακστάν …   Dictionary of Greek

  • Πετροπαβλόφσκ — Oνομασία 2 πόλεων. 1. Πόλη της Δημοκρατίας του Καζαχστάν (241.000 κάτ.), πρωτεύουσα της περιοχής Σεβερο Καζαχστάν. Έχει αναπτυγμένη βιομηχανία τροφίμων, μικρών κινητήρων και αξιόλογες επιχειρήσεις υφαντουργίας. Είναι έδρα παιδαγωγικού ινστιτούτου …   Dictionary of Greek

  • Καζάχος — ο, θηλ. Καζάχα ο κάτοικος τού Καζαχστάν ή ο καταγόμενος από αυτό …   Dictionary of Greek

  • καζαχικός — ή, ό και καζάχικος, η, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο Καζαχστάν ή στους Καζάχους («καζαχική γλώσσα») …   Dictionary of Greek

  • ορδή — η 1. απειθάρχητο στίφος, συρφετός, μπουλούκι, που συνήθως επιδίδεται σε βιαιοπραγίες και καταστροφές 2. τύπος κοινωνικής οργάνωσης νομαδικών συνήθως συνόλων αποτελούμενος από μικρό αριθμό οικογενειών, με 30 έως 50 άτομα συνολικά, που αποσκοπεί… …   Dictionary of Greek

  • σοβχόζ — Μεγάλες κρατικές επιχειρήσεις στο σύστημα της· σοσιαλιστικής αγροτικής οικονομίας της πρώην Ε.Σ.Σ.Δ. Τα πρώτα σ. ιδρύθηκαν στα δημευμένα αγροκτήματα των τσιφλικάδων (1918). Σύμφωνα με τον Λένιν, σκοπός των σ. ήταν να δείξουν παραστατικά στους… …   Dictionary of Greek

  • Αλακόλ — (Alakol). Κλειστή αλμυρή λίμνη (2.070 τ. χλμ.) στο ανατολικό Καζαχστάν, κοντά στα σύνορα με την Κίνα. Έχει υψόμετρο 343 μ. και μέγιστο βάθος 47 μ. Στη λίμνη εκβάλλει ο ποταμός Εμέλ …   Dictionary of Greek

  • Ομπ — (αγγλ. Ob River). Ποταμός (4.016 χλμ.) της δυτικής Σιβηρίας, που περιλαμβάνεται ολόκληρος στη Ρωσική Δημοκρατία και εκβάλλει στη θάλασσα του Κάρα. Ρέει με διεύθυνση από ΝΑ ΒΔ, έχοντας μέση παροχή στις εκβολές του 12.500 κ.μ./δευτ. και λεκάνη… …   Dictionary of Greek

  • Ουράλης — Ποταμός στο έδαφος της Ρωσικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας του Καζακστάν. Εκβάλλει στην Κασπία θάλασσα και ο ρους του θεωρείται συχνά ως όριο που χωρίζει την ευρωπαϊκή από την ασιατική Ρωσία. Πηγάζει από το ανατολικό άκρο της Αυτόνομης… …   Dictionary of Greek

  • Ράντλοφ, Βασίλι Βασίλιεβιτς — (1873 – 1918). Ρώσος ασιανολόγος, εθνογράφος και αρχαιολόγος. Αποφοίτησε το 1858 από το πανεπιστήμιο του Βερολίνου. Διετέλεσε διευθυντής του Ασιατικού Μουσείου της Ακαδημίας Επιστημών της Πετρούπολης (1885 90) και του Μουσείου Ανθρωπολογίας και… …   Dictionary of Greek

  • Σεμιπαλάτινσκ — Πόλη στη Δημοκρατία του Καζαχστάν κοντά στον ποταμό Ίρτιτς. Το μεγαλύτερο μέρος της περιοχής, που βρίσκεται η πόλη καλύπτεται από στέπες και το κλίμα της είναι ηπειρωτικό. Οι περισσότεροι κάτοικοι είναι Κοζάκοι Κιργίζοι, οι δε υπόλοιποι Ρώσοι,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»