-
1 Καδμῖλος
Καδμῖλος (on the accent v. Hdn.Gr.1.162), ὁ, name of one of the Cabiri in Samothrace, St.Byz.A s.v. Καβειρία, Hdn.Gr.2.446:— also [full] Κασμ-, Dionysodor. ap. Sch.A.R.1.917, cf. IG12(8).74 (Imbros, ii A.D.), Call.Fr. 409; identified with Hermes, ibid., Hdn.Gr.1.162, Sch.Lyc.162: with Lat. camillus ( casm-), Varr.LL7.3, cf. Plu.Num. 7; Καδμῖλοι is prob. for Κάδωλοι, title of ministrants in the cult of the Curetes and Μεγάλοι Θεοί, D.H.2.22.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Καδμῖλος
См. также в других словарях:
Καδμίλος — Μυθολογικό πρόσωπο, ένας από τους Καβείρους. Σύμφωνα με τον Ακουσίλαο τον Αργείο, ήταν γιος της Καβειρούς και του Ήφαιστου και πατέρας των τριών Καβείρων, που απέκτησαν τρεις κόρες, τις Καβειρίδες. Σύμφωνα όμως με τον Διονυσόδωρο, ο Κ. ήταν το… … Dictionary of Greek