Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Καβείριον

См. также в других словарях:

  • Καβείριον — the Cabeiri neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καβειρίου — Καβείριον the Cabeiri neut gen sg Καβειρίης masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καβείριος — καβείριος, ία, ον (Α) [Κάβειροι] 1. καβειρικός 2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Καβειρία προσωνυμία τής Δήμητρας από τους Καβείρους 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Καβείρια τα μυστήρια τών Καβείρων 4. το ουδ. εν. ως ουσ. τὸ Καβείριον ιερό, ναός τών… …   Dictionary of Greek

  • Καβείρια — the Cabeiri neut nom/voc/acc pl Καβείριον the Cabeiri neut nom/voc/acc pl Καβειρίης masc voc sg Καβειρίης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»