-
1 κεντώ
κεντάωpres imperat mp 2nd sgκεντάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)κεντάωpres ind act 1st sg (attic epic ionic)κεντάωpres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)κεντάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)κεντάωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)κεντέωprick: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κεντέωprick: pres ind act 1st sg (attic epic doric)κεντόωpres subj act 1st sgκεντόωpres ind act 1st sg -
2 κεντῶ
κεντάωpres imperat mp 2nd sgκεντάωpres subj act 1st sg (attic epic ionic)κεντάωpres ind act 1st sg (attic epic ionic)κεντάωpres subj act 1st sg (attic epic doric ionic)κεντάωpres ind act 1st sg (attic epic doric ionic)κεντάωimperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)κεντέωprick: pres subj act 1st sg (attic epic doric)κεντέωprick: pres ind act 1st sg (attic epic doric)κεντόωpres subj act 1st sgκεντόωpres ind act 1st sg -
3 κέντω
κεντόωpres imperat act 2nd sg (doric aeolic)κεντόωimperf ind act 3rd sg (doric aeolic) -
4 κεντώ
1) embroider2) prickΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > κεντώ
-
5 κεντέω
Aἐκέντησα Hp. Epid.5.45
, [dialect] Dor.κέντᾱσα Theoc.19.1
; [dialect] Ep.inf. κένσαι (as if from Κέντω) Il.23.337:—[voice] Pass., [tense] fut. - ηθήσομαι ( συγ-) Hdt.6.29: [tense] aor. , Thphr.HP9.15.3: [tense] pf.κεκέντημαι Hp.Anat. 1
:—prick, goad, spur on, Il.l.c., Ar.Nu. 1300, etc.: prov., κ. τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν, of impetuous haste, Suid.2 of bees and wasps, sting, Ar.V. 226, al.; Ἔρωτα κακὰ κέντασε μέλισσα Theoc.l.c.; ; of the porcupine, Ael.NA12.26: then,3 generally, prick, stab, Pi.l.c., Theoc.15.130, etc.;μηδ' ὀλωλότα κέντει S.Ant. 1030
;τὴν γλῶσσαν καὶ τὴν ψυχὴν αὐτῶν κέντησον Tab.Defix.97.26
; (troch.), etc.; κ. τὸν ἀέρα Theo Sm.p.61 H., cf. p.72 H.;τύπτειν οὐδὲ κ. Pl.Grg. 456d
:—[voice] Pass., κεντηθείσης τῆς φλεβός Thphr.l.c.;παιομένους καὶ κεντουμένους Th.4.47
;μαστιγούμενος καὶ κεντούμενος X.HG3.3.11
, cf. An.3.1.29: metaph., σὺν δόλῳ κ. stab in the dark, S.Aj. 1245;λιμῷ κεντούμενος Alciphr.3.4
.4 = βινέω, Mnesim.4.55.
См. также в других словарях:
κεντώ — και κεντάω κέντησα, κεντήθηκα, κεντημένος 1. τρυπώ, τσιμπώ, κεντρίζω: Με κέντησε μια σφήκα. 2. κάνω κάποιον να αισθανθεί σουβλιές: Χτες με κεντούσε το στομάχι μου. 3. παρακινώ: Μου κέντησε την περιέργεια να μάθω περισσότερα γι αυτόν. 4. διακοσμώ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κεντώ — άω (ΑΜ κεντῶ, έω) 1. (για έντομα) κεντρίζω, κεντρώνω, τσιμπώ («μέ κέντησε μια μέλισσα») 2. ερεθίζω κάποιον για να προβεί σε μια ενέργεια, αναγκάζω το άλογο να προχωρήσει, σπιρουνίζω («τη φοράδα κτύπα, κέντησον, φύγε», Κάλβ.) νεοελλ. 1. μτφ.… … Dictionary of Greek
κεντώ — κεντάω / κεντώ, κέντησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
κεντῶ — κεντάω pres imperat mp 2nd sg κεντάω pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κεντάω pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κεντάω pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) κεντάω pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic) κεντάω imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέντω — κεντόω pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) κεντόω imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεντίζω — κεντώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος ενεστ. τού κεντώ σχηματισμένος από τον αόρ. εκέντησα (πρβλ. κεντώ, ἐκέντησα κεντίζω) που συνέπιπτε με τον αόρ. ισα ρημάτων με ενεστ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
διακεντώ — (AM διακεντῶ, έω) [κεντώ] 1. κεντώ κάτι πέρα ώς πέρα, διατρυπώ 2. στολίζω με κεντήματα, πλουμίζω αρχ. ενεργώ παρακέντηση … Dictionary of Greek
κεντησιά — η [κεντώ] 1. η πράξη και το αποτέλεσμα τού κεντώ, κέντηση, κεντιά 2. μτφ. α) παρακίνηση, παρόρμηση β) πείραγμα, νύξη για δυσάρεστα πράγματα … Dictionary of Greek
παρακεντώ — άω και έω / παρακεντῶ, έω, ΝΜΑ ιατρ. κάνω παρακέντηση σε περίπτωση υδρωπικίας ή αφαίρεσης τού καταρράκτη τού ματιού, απορροφώ υγρό από μια κοιλότητα τού σώματος με παρακέντηση για διαγνωστικούς ή θεραπευτικούς σκοπούς μσν. διακοσμώ με κέντημα αρχ … Dictionary of Greek
περιστίζω — Α 1. κεντώ κάτι ολόγυρα, στολίζω ολόγυρα με στίγματα 2. τοποθετώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάτι άλλο 3. γραμμ. δηλώνω κάτι με στίξη, βάζω σημείο στίξης 4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) περιεστιγμένος, η, ον αυτός που έχει σημειωθεί με στίξη.… … Dictionary of Greek
προσεπινύσσω — Α κεντώ, τρυπώ επίσης με οξύ όργανο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐπινύσσω «κεντώ»] … Dictionary of Greek