Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Κάρνεα

См. также в других словарях:

  • Κάρνεα — Κάρνεια festival held in his honour neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καρνεατῶν — Καρνεᾱτῶν , Καρνεᾶται masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Карнеи — (греч. Κάρνεια, Karneia, или Κάρνεα, Karnea,Carnea)  главный национальный дорийский праздник, проходивший в честь Аполлона Карнейского. По одной из версий принято считать, что название праздника связано с месяцем его проведения  Karnios …   Википедия

  • Κάρνειος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Δία και της Ευρώπης. Ανατράφηκε στο ιερό άλσος του Απόλλωνα στην Ίδη, από τον ίδιο τον θεό, ο οποίος του δίδαξε τη μαντική, και τη μητέρα του, Λητώ. Κ. ήταν επίσης και μία από τις προσωνυμίες του Απόλλωνα. * * *… …   Dictionary of Greek

  • Καρνειάσιος — Καρνειάσιος, α, ον (Α) το ουδ. ως ουσ. Καρνειάσιον και Καρνάσιον (ενν. άλσος) ιερό τέμενος αφιερωμένο στον Απόλλωνα Κάρνειο ή Καρνέα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Κάρνειος + κατάλ. άσιον κατά το γυμν άσιον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»