-
1 испанец
-
2 испанец
испан||ецм ὁ 'ἰσπανός. -
3 испанец
[ισπάνιτς] ουσ. α Ισπανός -
4 испанец
[ισπάνιτς] ουσ α Ισπανός -
5 гидальго
άκλ. α. ισπανός ευγενής. -
6 испанец
-нца α.-ка, -и θ.Ισπανός, -ίδα. -
7 конквистадор
-а α.κατακτητής ισπανός. || κάθε κατακτητής.
См. также в других словарях:
Ἱσπανός — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανός — ο, θηλ. Ισπανίδα (Α ἰσπανός, ή, όν) ο κάτοικος τής Ισπανίας ή αυτός που κατάγεται από την Ισπανία αρχ. 1. ο ισπανικός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἱσπανόν είδος λαδιού … Dictionary of Greek
Ισπανός — ο θηλ. Ισπανίδα, η κάτοικος της Ισπανίας ή αυτός που κατάγεται από την Ισπανία: Ο ποιητής Λόρκα ήταν Ισπανός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἱσπανοί — Ἱσπανός masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἱσπανούς — Ἱσπανός masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Καλατράβα, Σαντιάγκο — (Μπενιμάμετ, Ισπανία 1951 –). Ισπανός αρχιτέκτονας. Τελείωσε τις εγκύκλιες σπουδές του στη γενέτειρά του. Στη συνέχεια σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών (1968 69) και στην Ανώτατη Τεχνική Σχολή Αρχιτεκτονικής (1969 74). Αργότερα μετέβη στη Ζυρίχη… … Dictionary of Greek
Σπανός — ὁ, θηλ. Σπανή, Α ο Ισπανός («Σπανὸς ἀνὴρ δημότης», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για αρχαιότερο τ. τής λ. Ἱσπανός] … Dictionary of Greek
Αγιόλας, Χουάν ντε- — (Juan de Ayolas 1510 – 1538). Ισπανός θαλασσοπόρος και κατακτητής. Το 1535 πήρε μέρος στην εκστρατεία που οργάνωσε ο Ισπανός Πέδρο ντε Μενδόθα για την κατάκτηση της περιοχής Ρίο ντε λα Πλάτα. Όταν ο Πέδρο ντε Μενδόθα αποχώρησε στην Ισπανία, ο Α.… … Dictionary of Greek
ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… … Dictionary of Greek
Αλμοδοβάρ, Πιέδρο — (Piedro Almodovar, Καλτσάντα ντε Καλατράβο 1951 –). Ισπανός σκηνοθέτης και σεναριογράφος. Σε ηλικία 17 ετών πήγε στη Μαδρίτη, όπου αναμείχθηκε με το ανανεωτικό κίνημα της movida. Εργάστηκε ως ηθοποιός, συγγραφέας, γελοιογράφος και ροκ μουσικός,… … Dictionary of Greek