Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

Ιαμαϊκή

См. также в других словарях:

  • Ιαμαϊκή — Παλαιότερος, εξελληνισμένος τύπος της ονομασίας του νησιού Τζαμάικα (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Σουλούκ, Φοστέν Ελ — (Soulouque). Πολιτικός και στρατιωτικός της Αϊτής (1782 1867). Ήταν γιος νέγρας σκλάβας και σ’ όλη του τη ζωή έμεινε αγράμματος. Στα 1802 1803 πήρε μέρος στον πόλεμο εναντίον της Γαλλίας για την ανεξαρτησία της Αϊτής. Το 1843 έγινε στρατηγός και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»