-
1 Θυέστειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θυέστειος
-
2 Θυεστείων
Θυέστειοςof Thyestes: fem gen plΘυέστειοςof Thyestes: masc /neut gen pl -
3 Θυέστειον
Θυέστειοςof Thyestes: masc acc sgΘυέστειοςof Thyestes: neut nom /voc /acc sg -
4 Θυεστείην
Θυέστειοςof Thyestes: fem acc sg (epic ionic) -
5 Θυεστείους
Θυέστειοςof Thyestes: masc acc pl -
6 Θυέστεια
Θυέστειοςof Thyestes: neut nom /voc /acc pl -
7 Θυέστης
Grammatical information: m.Meaning: son of Pelops, brother of Atreus, father of Aigisthos (Β 107); patronymicon Θυεστιάδης = Aigisthos (δ 518); Θυέστειος `belonging to Θ.' (Ar.).Etymology: From θύος, s. v.; cf. also on θυεία and Fraenkel Nom. ag. 2, 211. Though there is no confirmation for this interpretation.Page in Frisk: 1,691Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Θυέστης
См. также в других словарях:
θυέστειος — θυέστειος, εία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θυέστη («θυέστεια ῥάκη», Αριστοφ.) 2. φρ. «θυέστειον δεῑπνον» το δείπνο κατά το οποίο ο Ατρέας προσέφερε στον αδελφό του Θυέστη φαγητό παρασκευασμένο από τις σάρκες τών παιδιών του.… … Dictionary of Greek
θυέστειος — α, ο στη φρ., «θυέστεια δείπνα», δείπνο που πρόσφερε ο Ατρέας στο Θυέστη (του έδωσε να φάει τις σάρκες των παιδιών του) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θυεστείων — Θυέστειος of Thyestes fem gen pl Θυέστειος of Thyestes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυέστειον — Θυέστειος of Thyestes masc acc sg Θυέστειος of Thyestes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυεστείην — Θυέστειος of Thyestes fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυεστείους — Θυέστειος of Thyestes masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θυέστεια — Θυέστειος of Thyestes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)