Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Θυέστειος

См. также в других словарях:

  • θυέστειος — θυέστειος, εία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Θυέστη («θυέστεια ῥάκη», Αριστοφ.) 2. φρ. «θυέστειον δεῑπνον» το δείπνο κατά το οποίο ο Ατρέας προσέφερε στον αδελφό του Θυέστη φαγητό παρασκευασμένο από τις σάρκες τών παιδιών του.… …   Dictionary of Greek

  • θυέστειος — α, ο στη φρ., «θυέστεια δείπνα», δείπνο που πρόσφερε ο Ατρέας στο Θυέστη (του έδωσε να φάει τις σάρκες των παιδιών του) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Θυεστείων — Θυέστειος of Thyestes fem gen pl Θυέστειος of Thyestes masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυέστειον — Θυέστειος of Thyestes masc acc sg Θυέστειος of Thyestes neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυεστείην — Θυέστειος of Thyestes fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυεστείους — Θυέστειος of Thyestes masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θυέστεια — Θυέστειος of Thyestes neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»