-
1 Θριασιος
3Θριάσιαι πύλαι Plut. — Триасские ворота (впосл. Δίπυλον, сев.-зап. ворота в Афинах, выводившие на Элевсинскую дорогу);
τὸ Θριάσιον πεδίον Her., Arst. = τὸ Θριάσιον -
2 Θριάσιος
Θριάσιοςat Thria: masc nom sg -
3 θριάσιος
θρίασιςpoetic rapture.fem gen sg (epic doric ionic aeolic) -
4 Θριάσιον
Θριάσιοςat Thria: masc acc sgΘριάσιοςat Thria: neut nom /voc /acc sg -
5 Θριασίαις
Θριάσιοςat Thria: fem dat pl -
6 Θριασίου
Θριάσιοςat Thria: masc /neut gen sg -
7 Θριάσιαι
Θριάσιοςat Thria: fem nom /voc pl -
8 Θριασίας
Θριασίᾱς, Θριάσιοςat Thria: fem acc plΘριασίᾱς, Θριάσιοςat Thria: fem gen sg (attic doric aeolic) -
9 Θριασίω
-
10 Θριασίῳ
-
11 Θριασίωι
Θριασίῳ, Θριάσιοςat Thria: masc /neut dat sg -
12 Θρῖα
См. также в других словарях:
Θριάσιος — at Thria masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θριάσιος — Μυθολογικό ήρωας. Το όνομά του αναφέρεται σε επιγραφή που βρέθηκε στη περιοχή του σημερινού Ασπρόπυργου, εκεί όπου κατά την αρχαιότητα υπήρχε και ομώνυμος δήμος. Από τη μελέτη της επιγραφής αυτής, η οποία είναι χαραγμένη πάνω σε μια στήλη με… … Dictionary of Greek
θριάσιος — θρίασις poetic rapture. fem gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θριάσιος Κηφισός — Υδάτινο ρεύμα της Αττικής, που εκβάλλει στον κόλπο της Ελευσίνας … Dictionary of Greek
Θριάσιον — Θριάσιος at Thria masc acc sg Θριάσιος at Thria neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θριασίαις — Θριάσιος at Thria fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θριασίου — Θριάσιος at Thria masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θριασίῳ — Θριάσιος at Thria masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θριάσιαι — Θριάσιος at Thria fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θριασίας — Θριασίᾱς , Θριάσιος at Thria fem acc pl Θριασίᾱς , Θριάσιος at Thria fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυλάσιος — ία, ον, Α ο κάτοικος τής Φυλής τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φυλή + κατάλ. ᾱσιος, μέσω μιας τοπικής Φυλᾶσι (πρβλ. θριάσιος: θριᾶσι)] … Dictionary of Greek