Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Θριάσιος

См. также в других словарях:

  • Θριάσιος — at Thria masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θριάσιος — Μυθολογικό ήρωας. Το όνομά του αναφέρεται σε επιγραφή που βρέθηκε στη περιοχή του σημερινού Ασπρόπυργου, εκεί όπου κατά την αρχαιότητα υπήρχε και ομώνυμος δήμος. Από τη μελέτη της επιγραφής αυτής, η οποία είναι χαραγμένη πάνω σε μια στήλη με… …   Dictionary of Greek

  • θριάσιος — θρίασις poetic rapture. fem gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θριάσιος Κηφισός — Υδάτινο ρεύμα της Αττικής, που εκβάλλει στον κόλπο της Ελευσίνας …   Dictionary of Greek

  • Θριάσιον — Θριάσιος at Thria masc acc sg Θριάσιος at Thria neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θριασίαις — Θριάσιος at Thria fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θριασίου — Θριάσιος at Thria masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θριασίῳ — Θριάσιος at Thria masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θριάσιαι — Θριάσιος at Thria fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θριασίας — Θριασίᾱς , Θριάσιος at Thria fem acc pl Θριασίᾱς , Θριάσιος at Thria fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυλάσιος — ία, ον, Α ο κάτοικος τής Φυλής τής Αττικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φυλή + κατάλ. ᾱσιος, μέσω μιας τοπικής Φυλᾶσι (πρβλ. θριάσιος: θριᾶσι)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»