-
1 Θραικίων
Θράκιοςfem gen plΘράκιοςmasc /neut gen plΘρᾴκιοςfem gen plΘρᾴκιοςmasc /neut gen pl -
2 Θραικιος
Θρᾱῐκιος, Θρηίκιος1 Thracian (v. Radt, 32, Forssman, 98.) φοίνισσα δε̆ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ( Θραικίων coni. Turyn) P. 4.205 ναίω Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον ( Θρηικίαν coni. Diehl) Pae. 2.25 -
3 Θρηίκιος
Θρᾱῐκιος, Θρηίκιος1 Thracian (v. Radt, 32, Forssman, 98.) φοίνισσα δε̆ Θρηικίων ἀγέλα ταύρων ( Θραικίων coni. Turyn) P. 4.205 ναίω Θραικίαν γαῖαν ἀμπελόεσσάν τε καὶ εὔκαρπον ( Θρηικίαν coni. Diehl) Pae. 2.25
См. также в других словарях:
Θραικίων — Θράκιος fem gen pl Θράκιος masc/neut gen pl Θρᾴκιος fem gen pl Θρᾴκιος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)