-
1 θυοσκοπία
θυο-σκοπία, ἡ,=Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θυοσκοπία
См. также в других словарях:
θυοσκοπία — θυοσκοπία, ἡ (Α) [θυοσκόπος] (η λ. έχει χρησιμοποιηθεί ως ετυμολ. τού Θοῡσκος, στον Ιω. Λυδό) η μαντευτική που γίνεται με την παρατήρηση και μελέτη τών εντοσθίων τών θυμάτων, η ιεροσκοπία … Dictionary of Greek