Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

Θηρίκλεια

См. также в других словарях:

  • Θηρίκλεια — Θηρίκλειος made by Thericles neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θηρικλείας — Θηρικλείᾱς , Θηρίκλειος made by Thericles fem acc pl Θηρικλείᾱς , Θηρίκλειος made by Thericles fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θηρικλείαν — Θηρικλείᾱν , Θηρίκλειος made by Thericles fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θηρίκλειος — Θηρίκλειος, ον και ος, εία, ον (Α) 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από τον περίφημο Κορίνθιο κεραμέα Θηρικλέα 2. το θηλ. ως ουσ. Θηρικλεία ή Θηρίκλειος είδος αγγείου ή κυπέλλου από χώμα ή και ξύλο μαύρο με πλατιά βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»