-
1 Θηρικλεια
I.ἡ (sc. κύλιξ) чаша работы Терикла Men.II.τά (sc. ποτήρια или ἐκπώματα; лат. Thericlea vasa) керамические изделия Терикла Cic. -
2 Θηρίκλεια
Θηρίκλειοςmade by Thericles: neut nom /voc /acc pl -
3 Θηρικλείας
Θηρικλείᾱς, Θηρίκλειοςmade by Thericles: fem acc plΘηρικλείᾱς, Θηρίκλειοςmade by Thericles: fem gen sg (attic doric aeolic) -
4 Θηρικλείαν
Θηρικλείᾱν, Θηρίκλειοςmade by Thericles: fem acc sg (attic doric aeolic) -
5 Θηρικλειος
ὁ и ἥ Plut. sing. к Θηρίκλεια См. Θηρικλεια -
6 Θηρίκλειος
A made by Thericles, a famous Corinthian potter (Eub.31,43),Θ. κύλιξ Alex.96
, Thphr.HP5.3.2 (pl.), Cleanth.Stoic.1.133;κρατήρ Alex.119
, cf.IG11(2).124.43, al. (Delos, iii B.C.);ποτήρια Phalar.Ep.70
; freq. Θηρικλεία (or - ος) alone, Alex.5, Men. 226, 324;Θ. ἡ μεγάλη Diox.4
; ;ὅσα δ' ἐστὶν εἴδη Θηρικλείων τῶν καλῶν Dionys.Com.5.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Θηρίκλειος
См. также в других словарях:
Θηρίκλεια — Θηρίκλειος made by Thericles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηρικλείας — Θηρικλείᾱς , Θηρίκλειος made by Thericles fem acc pl Θηρικλείᾱς , Θηρίκλειος made by Thericles fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηρικλείαν — Θηρικλείᾱν , Θηρίκλειος made by Thericles fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θηρίκλειος — Θηρίκλειος, ον και ος, εία, ον (Α) 1. αυτός που έχει κατασκευαστεί από τον περίφημο Κορίνθιο κεραμέα Θηρικλέα 2. το θηλ. ως ουσ. Θηρικλεία ή Θηρίκλειος είδος αγγείου ή κυπέλλου από χώμα ή και ξύλο μαύρο με πλατιά βάση. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν.… … Dictionary of Greek