Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

Θηβαγενής

См. также в других словарях:

  • Θηβαγενής — και Θηβαιγενής, ές (Α) αυτός που έχει γεννηθεί στη Θήβα, αυτός που κατάγεται από τη Θήβα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Θήβαι (πιθ. ως τοπική πτώση, πρβλ. χαμαί ζηλος) + γενής (< γένος), πρβλ. α γενής, ομο γενής] …   Dictionary of Greek

  • Θηβαγενής — Θηβᾱγενής , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θηβαγενῆ — Θηβᾱγενῆ , Θηβαγενής sprung from Thebes neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) Θηβᾱγενῆ , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) Θηβᾱγενῆ , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θηβαγενεῖς — Θηβᾱγενεῖς , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem acc pl Θηβᾱγενεῖς , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ГЕРКУЛЕС, ГЕРАКЛ — •Hercŭles, Ήρακλη̃ς, высший идеал геройской силы, национальный герой греков, который, родившись от Зевса, высшего бога, и смертной женщины и одаренный могучею силою, исполнил самые тяжелые работы на… …   Реальный словарь классических древностей

  • Геркулес —    • Hercŭles,          Ήρακλη̃ς, высший идеал геройской силы, национальный герой греков, который, родившись от Зевса, высшего бога, и смертной женщины и одаренный могучею силою, исполнил самые тяжелые работы на земле, очистил свет от чудовищ и… …   Реальный словарь классических древностей

  • γένος — Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά,… …   Dictionary of Greek

  • θηβαιγενής — Θηβαιγενής, ές (Α) βλ. Θηβαγενής …   Dictionary of Greek

  • Θηβαγενέος — Θηβᾱγενέος , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θηβαγενέων — Θηβᾱγενέων , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θηβαγενῶν — Θηβᾱγενῶν , Θηβαγενής sprung from Thebes masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»