-
1 Θεράπνα
Θεράπνᾱ, Θεράπνηhandmaid: fem nom /voc /acc dualΘεράπνᾱ, Θεράπνηhandmaid: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
2 θεράπνα
θεράπνᾱ, θεράπνηhandmaid: fem nom /voc /acc dualθεράπνᾱ, θεράπνηhandmaid: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
3 θεραπνα
-
4 Θεράπνα
Θερᾰπνα a town situated on a hill in Sparta, where the Dioscuri had their principal shrine.1Κάστορος βίαν, σέ τε, ἄναξ Πολύδευκες, υἱοὶ θεῶν, τὸ μὲν παρ' ἆμαρ ἕδραισι Θεράπνας, τὸ δ οἰκέοντας ἔνδον Ὀλύμπου P. 11.63
μεταμειβόμενοι δ' ἐναλλὰξ ἁμέραν τὰν μὲν παρὰ πατρὶ φίλῳ Δὶ νέμονται, τὰν δ ὑπὸ κεύθεσι γαίας ἐν γυάλοις Θεράπνας N. 10.56
Τυνδαρίδας δἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος I. 1.31
-
5 Θεράπνας
Θεράπνᾱς, Θεράπνηhandmaid: fem acc plΘεράπνᾱς, Θεράπνηhandmaid: fem gen sg (doric aeolic) -
6 θεράπνας
θεράπνᾱς, θεράπνηhandmaid: fem acc plθεράπνᾱς, θεράπνηhandmaid: fem gen sg (doric aeolic) -
7 Θεράπναι
Θεράπνᾱͅ, Θεράπνηhandmaid: fem dat sg (doric aeolic) -
8 Θεράπναν
Θεράπνᾱν, Θεράπνηhandmaid: fem acc sg (doric aeolic) -
9 θεράπναν
θεράπνᾱν, θεράπνηhandmaid: fem acc sg (doric aeolic) -
10 θεραπνη
дор. θεράπνα ἥ1) служанка, прислужница (sc. Ἀπόλλωνος HH.)2) местопребывание, жилище, обиталище(Ἑλένης Eur.)
Πηλιάδες θεράπναι Eur. — долины Пелиона -
11 θεράπναι
θεράπνηhandmaid: fem nom /voc plθεράπνᾱͅ, θεράπνηhandmaid: fem dat sg (doric aeolic) -
12 θεράπων
θεράπων, - οντοςGrammatical information: m.Meaning: `attendant, companion' (Il.).Other forms: Aeol. - ονος [gramm.]; s. below; also θαραπ- Fur. 352, prob. recent. Note θεραπν-. Also θέραψ, - απος.Derivatives: Diminutive θεραπόντιον (D. L.). θεράπαινα f. `servant, maid' (IA), with θεραπαινίς, - ίδιον (Pl., Men.); also θεράπνη `id.' (h. Ap. 157; s. below) with θεραπνίς (AP); unclear θεραποντίς adjunct of φερνή (A. Supp. 979). - Also θέραψ, - απος m., mostly plur. `id.' (E.) with θεράπιον (Hyp.), - πίς (Pl. Mx. 244e). Denomin. verb θεραπεύω `serve, honour, care for, heal' (since ν 265) with several nouns: θεραπεία, Ion. - ηΐη, θεράπευμα `serving etc.' (IA), θεράπευσις `id.' (Phld.); θεραπευτής `servant' (IA) with θεραπευτικός (Pl., X., Arist.), also θεραπευτήρ (X., Aristox.; prob. Dorian, Fraenkel Nom. ag. 2, 54f.) with θεραπευτρίς (Ph.), - εύτρια (EM); θεραπήϊος = θεραπευτικός (AP), - ηΐς f. (Orac. ap. Jul. Ep. 88b).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Except as `servant' θεράπνη in Eur. and successors means also `dwelling, habitation' ( θεράπναι αὑλῶνες, σταθμοί H.), which reminds of δοῦλος ἡ οἰκία H. (cf. s. v.); one might assume the meaning `house', coll. `servants'. From θεράπνη `house' we can hardly separate Laconian GN Θεράπνα, - ναι; this points to Pre-Greek origin of the whole group. Kretschmer Glotta 28, 269f. (also id. Glotta 24, 90ff.; on meaning and spread also E. Kretschmer Glotta 18, 72ff.) wrongly sees it as "protoindogermanische" variant of τέραμνα; (with θέραψ Lat. trabs `beam' would be cognate). Thus v. Windekens Le Pélasgique 89f. But θεράπνη can be derived from θεράπων (s. Sommer Nominalkomp. 145; on the secondary ντ-stem cf. θεράπαινα and Schwyzer 526 w. n. 3); cf. Schwyzer 489 w. n. 4. - N. van Brock, Rev. Hitt. As. 959, 117-126 compares Hitt. tarpassa.Page in Frisk: 1,663-664Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θεράπων
См. также в других словарях:
Θεράπνα — Θεράπνᾱ , Θεράπνη handmaid fem nom/voc/acc dual Θεράπνᾱ , Θεράπνη handmaid fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπνα — θεράπνᾱ , θεράπνη handmaid fem nom/voc/acc dual θεράπνᾱ , θεράπνη handmaid fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεράπνα ή Θαράπναι — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Προϊστορικός οικισμός που ονομάστηκε έτσι από τη Θεράπνη, την κόρη του πρώτου μυθικού βασιλιά της Λακωνίας Λέλεγα. Βρισκόταν σε ύψωμα, στην ανατολική όχθη του ποταμού Ευρώτα, ΝΑ της Σπάρτης. Ιδρύθηκε κατά την πρώιμη… … Dictionary of Greek
Θεράπνας — Θεράπνᾱς , Θεράπνη handmaid fem acc pl Θεράπνᾱς , Θεράπνη handmaid fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπνας — θεράπνᾱς , θεράπνη handmaid fem acc pl θεράπνᾱς , θεράπνη handmaid fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεράπναι — Θεράπνᾱͅ , Θεράπνη handmaid fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θεράπναν — Θεράπνᾱν , Θεράπνη handmaid fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεράπναν — θεράπνᾱν , θεράπνη handmaid fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ЛАКОНИКА — • Laconica, Λακωνική, страна в юго восточной части Пелопоннеса, граничила на севере с Арголидой и Аркадией, на востоке с Миртойским морем, на юге с Лаконским или Гифейским заливом, врезывавшимся в материк широкою бухтою (ο̉ Λακωνικòς… … Реальный словарь классических древностей
θεράπνη — θεράπνη, ή (Α) 1. υπηρέτρια («λιποῦσ Ἀσίαν Εὐρώπας θεράπναν», Ευρ.) 2. κατοικία, διαμονή («θεράπνας τῆσδε... χθονὸς λιπόντες», Ευρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «θεράπναι αὐλῶνες* σταθμοί» 4. (ως κύριο όν., στον εν. και στον πληθ.) ή Θεράπνη, αἱ Θεράπναι … Dictionary of Greek
θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… … Dictionary of Greek