Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Θερᾰπνα

См. также в других словарях:

  • Θεράπνα — Θεράπνᾱ , Θεράπνη handmaid fem nom/voc/acc dual Θεράπνᾱ , Θεράπνη handmaid fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπνα — θεράπνᾱ , θεράπνη handmaid fem nom/voc/acc dual θεράπνᾱ , θεράπνη handmaid fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεράπνα ή Θαράπναι — Ονομασία αρχαίων πόλεων. 1. Προϊστορικός οικισμός που ονομάστηκε έτσι από τη Θεράπνη, την κόρη του πρώτου μυθικού βασιλιά της Λακωνίας Λέλεγα. Βρισκόταν σε ύψωμα, στην ανατολική όχθη του ποταμού Ευρώτα, ΝΑ της Σπάρτης. Ιδρύθηκε κατά την πρώιμη… …   Dictionary of Greek

  • Θεράπνας — Θεράπνᾱς , Θεράπνη handmaid fem acc pl Θεράπνᾱς , Θεράπνη handmaid fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπνας — θεράπνᾱς , θεράπνη handmaid fem acc pl θεράπνᾱς , θεράπνη handmaid fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεράπναι — Θεράπνᾱͅ , Θεράπνη handmaid fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θεράπναν — Θεράπνᾱν , Θεράπνη handmaid fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεράπναν — θεράπνᾱν , θεράπνη handmaid fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ЛАКОНИКА —    • Laconica,          Λακωνική, страна в юго восточной части Пелопоннеса, граничила на севере с Арголидой и Аркадией, на востоке с Миртойским морем, на юге с Лаконским или Гифейским заливом, врезывавшимся в материк широкою бухтою (ο̉ Λακωνικòς… …   Реальный словарь классических древностей

  • θεράπνη — θεράπνη, ή (Α) 1. υπηρέτρια («λιποῦσ Ἀσίαν Εὐρώπας θεράπναν», Ευρ.) 2. κατοικία, διαμονή («θεράπνας τῆσδε... χθονὸς λιπόντες», Ευρ.) 3. (κατά τον Ησύχ.) «θεράπναι αὐλῶνες* σταθμοί» 4. (ως κύριο όν., στον εν. και στον πληθ.) ή Θεράπνη, αἱ Θεράπναι …   Dictionary of Greek

  • θεράπων — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Διετέλεσε επίσκοπος Κύπρου. Δεν είναι γνωστό πότε μαρτύρησε. Το λείψανό του μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη κατά τον 16ο αι. Η μνήμη του τιμάται στις 14 Μαΐου. 2. Διετέλεσε πρεσβύτερος των Σάρδεων.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»