-
1 горячий
επ., βρ: -ряч, -а, -о.1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•-ее желание διακαής πόθος.
2. μτφ. θερμός•горячий привет θερμός χαιρετισμός•
горячий защитник θερμός υποστηριχτής.
|| ζωηρός•горячий спор ζωηρή συζήτηση.
|| μεγάλος•горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.
|| οξύθυμος, θυμικός•-ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.
|| σφοδρός•-ая любовь σφοδρός έρωτας.
3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•-ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•
-ие дни μέρες φούριας.
5. καυτός•-ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.
6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.εκφρ.- ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•- ие напитки – παλ. οινοπνευματώδη ποτά•по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο. -
2 горячий
горяч||ийприл1. ζεστός, θερμός/ κοφτός, καυτερός (очень горячий):\горячий источник ἡ θερμή πηγή· \горячийее солнце ὁ καυτερός ήλιος·2. перен φλογερός, διακαής, διάπυρος, θερμός, ἐνθερμος (пламенный)! σφοδρός, περιπαθής (пылкий)! εὐέξαπτος, ἀψύς, θερμόαιμος (легко возбуждающийся):\горячий привет θερμός χαιρετισμός· · отклик ἡ ζωηρή ἀπήχηση· \горячийая голова разг ὁ θερμόαιμος· \горячийее желание ὁ διακαής πόθος· \горячий прием ἡ θερμή ὑποδοχἤ \горячий спор ἡ ζωηρή συζήτηση· \горячийая лошадь τό ἀτίθασο ἄλογο (άτι)· ◊ \горячийее время, \горячийая пора ἐποχή φούριας· по \горячийим следам πάνω στά νωπά Ιχνη· под ·\горячийую ру́ку πάνω στό θυμό, πάνω στήν ἔξαψη. -
3 теплый
тепл||ыйприл1. θερμός, χλιαρός/ γλυκός (тк. о погоде):\теплыйая комната τό θερμό δωμάτιο· \теплыйое молоко́ τό ζεστό γάλα· \теплыйые чулки οἱ ζεστές κάλτσες· \теплый день ἡ ζεστή μέρα·2. перен (сердечный) ἐγκάρδιος, θερμός:\теплыйое чу́вство τό θερμό αίσθημα· \теплый прием ἡ ἐγκάρδια ὑποδοχή·3. (о цвете, звуке, запахе) ζεστός, θερμός:\теплыйые краски, тона τά ζεστά χρώματα· ◊ \теплыйое местечко ирон. ἡ ζεστή θεσούλα· \теплыйая компания ирон. ἡ βρωμοπα-ρέα -
4 горячий
горячий 1) ζεστός, θερμός καυτός \горячийая вода το ζεστό νερό \горячий источник η θερμο πηγή 2) перен. φλογερός \горячий приём η θερμή υποδοχή* * *1) ζεστός, θερμός; καυτόςгоря́чая вода́ — το ζεστό νερό
горя́чий исто́чник — η θερμοπηγή
2) перен. φλογερόςгоря́чий приём — η θερμή υποδοχή
-
5 жаркий
-
6 сердечный
сердечный Ί) καρδιακός* \сердечный приступ η καρδιακή κρίση* \сердечныйая недостаточность η καρδιακή ανεπάρκεια 2) (задушевный) εγκάρδιος, θερμός* * *1) καρδιακόςсерде́чный при́ступ — η καρδιακή κρίση
серде́чная недоста́точность — η καρδιακή ανεπάρκεια
2) ( задушевный) εγκάρδιος, θερμός -
7 страстный
страстный 1) (о человеке) θερμός 2) (о чувстве) φλογερός* * *1) ( о человеке) θερμός2) ( о чувстве) φλογερός -
8 тёплый
тёплый в рази. знач. θερμός, ζεστός; \тёплыйая одежда τα ζεστά ρούχα; \тёплый приём η θερμή υποδοχή* * *в разн. знач.θερμός, ζεστόςтёплая оде́жда — τα ζεστά ρούχα
тёплый приём — η θερμή υποδοχή
-
9 термос
-
10 термос
термосм ὁ Θέρμος, τό θερμός. -
11 жгучий
επ., βρ: жгуч, -а, -е1. θερμός, καυστικός, πυρωμένος, καυτός•жгучий воздух пустыни ο θερμός αέρας της ερήμου•
-ее солнце καυτερός ήλιος.
|| καυτερός, τσουχτερός•-ее перец καυτερή πιπεριά.
|| δυνατός• ανυπόφορος•-ая боль σουβλερός πόνος•
жгучий мороз τσουχτερό κρύο.
2. μτφ. δριμύς, πικρός,δηκτικός, οξύς• πολύ δυνατός•жгучий стыд ξεροκοκκίνισμα από ντροπή•
-ая тоска καημός, μαράζι•
-ее раскаяние πικρή μεταμέλεια•
-ые слезы καυτά δάκρυα•
-ая обида βαριά προσβολή•
-ее впечатление αλγεινή εντύπωση•
жгучий взгляд φλογερή ματιά.
εκφρ.жгучий вопрос – φλέγον ζήτημα•- ая насмешка – τσουχτερή κοροίδία•- ая сатира – δη-τική σάτυρα•жгучий брюнет, -ая брюнетка – πολύ μελαχροινός, -ή. -
12 горячий
ζεστός, καυτός, θερμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > горячий
-
13 показатель
1. тех. ο δείκτης, ο συντελεστής- адиабаты αδιαβατικός -, αδιά-θερμος -водородный - το δυναμικό /η δύναμη του υδρογόνου, το (pH)- преломления относительный - της διάθλασης, σχετικός2. мат. о εκθέτης 3. (то, по чемуможно судить ο развитии, ходе чего-л.) ηένδειξη, η κατάδειξη, το δείγμα, το μέτρο, τοκριτήριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показатель
-
14 суховей
(ветер) о θερμός και ξηρός τοπικός άνεμος στην περιοχή της Κασπίας - Νότιας Σιβηρίας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > суховей
-
15 термос
το θερμός (δοχείο για τη διατήρηση τροφίμων ή υγρών).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > термос
-
16 жаркий
жа́рк||ийприл1. θερμός, ζεστός, καυτερός:\жаркийое солнце ὁ καυτερός ήλιος· \жаркий день ἡ ζεστή μέρα· \жаркий климат ιό ζεστό κλίμα· \жаркийие страны οἱ θερμές χώρες· \жаркий по́яс геогр. ἡ διακεκαυμένη ζώνη·2. перен φλογερός, Ενθερμος:\жаркий поцелуй τό φλογερό φιλί· \жаркий бой ἡ πεισματώδης μάχη· \жаркий спор ἡ θυελλώδης συζήτηση. -
17 лупин
лупи́нм бот. τό λούπινο[ν], ὁ Θέρμος, τό λουπινάρι. -
18 радушный
раду́ш||ныйприл ἐγκάρδιος, θερμός, φιλόφρων:\радушныйный прием ἡ ἐγκάρδια (или ἡ θερμή) ὑποδοχή. -
19 ретивый
рети́в||ыйприл θερμός, πρόθυμος, πού δείχνει ζήλο. -
20 страстный
стра́стн||ыйприл1. (о человеке) θερμός/ μανιώδης (сильно увлекающийся чем-л.):\страстныйый музыкант (театра́л) ὁ μανιώδης μουσικός (θεατρόφιλος)2. (о желании и т. п.) φλογερός, σφοδρός:\страстныйая любовь ὁ φλογερός Ερωτας, ἡ σφοδρή ἀγάπη.
См. также в других словарях:
θερμός — hot masc nom sg θερμός hot masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμος — lupine masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
θέρμος — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει … Dictionary of Greek
θερμός — ή, ό επίρρ. ά 1. ζεστός: Θερμές χώρες. 2. έντονος, ζωηρός: Θερμή συζήτηση. – Θερμός νέος. 3. εγκάρδιος, ειλικρινής: Του επιφύλαξαν θερμή υποδοχή. – Θερμή συμπαράσταση. 4. «θερμή γυναίκα», σεξουαλική. το άκλ. (λ. γερμ.), δοχείο που διατηρεί τη… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Θέρμος ή Θέρμο — Μεγάλος ημιορεινός οικισμός (υψομ. 360 μ., 1.898 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Αποτελεί έδρα του δήμου Θέρμου. Κοντά στον οικισμό, στο οροπέδιο κάτω από το βουνό Μέγας Λάκκος βρίσκονται τα ερείπια του αρχαίου Θ.… … Dictionary of Greek
θερμότερον — θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg θερμός hot adverbial comp θερμός hot masc acc comp sg θερμός hot neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτάτων — θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl θερμός hot fem gen superl pl θερμός hot masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτέραις — θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) θερμός hot fem dat comp pl θερμοτέρᾱͅς , θερμός hot fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμοτέρων — θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl θερμός hot fem gen comp pl θερμός hot masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμά — θερμός hot neut nom/voc/acc pl θερμά̱ , θερμός hot fem nom/voc/acc dual θερμά̱ , θερμός hot fem nom/voc sg (doric aeolic) θερμός hot neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)