-
1 Θάλητα
Θάληςneut nom /voc /acc plΘάληςmasc /fem acc sg -
2 Θάλητ'
Θάλητα, Θάληςneut nom /voc /acc plΘάλητα, Θάληςmasc /fem acc sgΘάλητι, Θάληςdat sgΘάλητε, Θάληςnom /voc /acc dual -
3 Θαλῆς
См. также в других словарях:
Θάλητα — Θάλης neut nom/voc/acc pl Θάλης masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Θάλητ' — Θάλητα , Θάλης neut nom/voc/acc pl Θάλητα , Θάλης masc/fem acc sg Θάλητι , Θάλης dat sg Θάλητε , Θάλης nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρητικό μέτρο — Στην αρχαία ελληνική μετρική, κ.μ. ονομαζόταν το μέτρο που αποτελείτο από παίωνες, είδος ποδών. Κάθε παίων συνίστατο από πέντε πρώτους χρόνους, δηλαδή από μία τρίχρονη θέση και μία δίχρονη άρση (U U U | U U). Το κύριο μετρικό σχήμα του πόδα αυτού … Dictionary of Greek