-
1 ηλιάδες
-
2 ἡλιάδες
-
3 ἡλιάς
II Ἡλιάδες, αἱ, daughters of the Sun, who were changed into poplars and wept amber, Parm.1.9, A.R.4.604, Str.5.1.9;ἡ Ἡλιὰς αἴγειρος Philostr.VA5.5
.III ἡλιάδες· αἱ κατάχρυσοι κλῖναι, Hsch. -
4 ἥλιος
Grammatical information: m.Meaning: `sun' (Il.).Compounds: Several compp., a. o. as plant- and animals-names, e. g. ἡλιο-τρόπιον, - κάνθαρος (Strömberg Pflanzennamen 48 und 75, Wortstudien 11).Derivatives: ἡλιώτης ( ἠελ-), f. - τις `belonging to the sun' (S., AP), ἡλιακός ( ἁλ-) `id.' (hell.; cf. Chantraine Formation 393f.); ` Ηλιάδες f. pl. `daughters of the sun' (Parm., A. R. ; also sg. as adj. [Luc.]) with masc. ` Ηλιάδης `son of the sun' (Str., D. S.); s. Chantraine 356 u. 362f.; ἡλιώδης `sunlike' (Chaerem.), ` Ηλιών m. month name (Termessos), ἡλίτης ( λίθος Dam. Isid. 233; cf. Redard Les noms grec en - της 54). Denomin. verbs: 1. ἡλιόομαι `be in the sun, be sun-struck' (IA) with ἡλίωσις (Hp., Thphr.), - όω `expose to the sun' (Aët.). 2. ἡλιάζομαι `bake in the sun' (Arist.), - άζω `id.' (Str.) with ἡλίασις `exposure to the sun' (Gal., D. C.), ἡλιαστήριον `place in the sun' (Str., Pap.). 3. ἡλιάω `expose to the sun, be like the sun' (Arist.).Etymology: Cretan ἀβέλιος in H. (after Herakleid. Mil. Pamphyl.; cf. Bechtel Dial. 2, 667), i. e. ἀϜέλιος, points to an original *σᾱϜέλιος, differing from Skt. sū́rya- `sun' (beside sū́ra-) only in ablaut. Both languages have an l-stem, IE *sāu̯el-, * sūl- (cf. Skt. súvar n. \< *suu̯el; full grade also in Lith. sáulė, Welsh haul, zero grade e. g. in OIr. sūil `eye') with a personifiing i̯o-suffix. The basis is a neutral heteroclitic l-n-stem, still seen in Av. hvarǝ (= Skt. s(ú)var), gen. xvǝ̄ng (\< PIIr. *su̯an-s) and also seen in Germanic in the change between Goth. sauil, ONord. OE. sōl and Goth. sunno, OE. sunne ` sun'. Further see W.-Hofmann and Ernout-Meillet s. sōl, Vasmer Russ. et. Wb. s. sólnice. Connection with IE *su̯el- `burn' (s. εἵλη) is impossible. - In Etr. avil `year' Maresch Μνημης χάριν 2, 27f. proposes to see a loan from Gr. ἁϜέλιος.Page in Frisk: 1,631-632Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ἥλιος
См. также в других словарях:
Ηλιάδες — Μυθολογικά πρόσωπα. Οι γιοι του Ηλίου και της Ρόδου, κόρης του Ποσειδώνα, Όρχιμος, Κέρκαφος, Μάκαρ, Ακτίς, Τενάγης, Τριόπας, Κάνδαλος,καθώςκαι οι απόγονοί τους. Φημίζονταν για τις αστρολογικές και ναυτικές τους γνώσεις και οι αρχαίοι απέδιδαν σε… … Dictionary of Greek
ἡλιάδες — ἡλιάς daughters of the Sun fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гелиады — (Heliades, Ήλιάδες). Сестры Фаэтона, оплакивавшие его смерть и из сострадания обращенные богами в тополя; слезы же их обратились в янтарь. (Источник: «Краткий словарь мифологии и древностей». М.Корш. Санкт Петербург, издание А. С. Суворина,… … Энциклопедия мифологии
ηλιάς — I (9ος αι. π.Χ. – από το εβραϊκό Ελιγιάχου= ο Γιαχβέ είναι ο Θεός μου). Βιβλικό πρόσωπο, Ιουδαίος προφήτης. Ο H., ο οποίος έζησε στα χρόνια του βασιλιά Αχαάβ, όταν η ειδωλολατρία είχε εξαπλωθεί στο Ισραήλ με την επιρροή της φοινικικής καταγωγής… … Dictionary of Greek
Heliaden — Die in Pappeln verwandelten Schwestern des Phaeton von Santi di Tito. Fresko im Palazzo Vecchio, 2. Hälfte des 16. Jh. Die Heliaden (altgriechisch Ἡλιάδες [Heliádes], „Sonnentöchter“) sind in der griechischen Mythologie die Töchter des… … Deutsch Wikipedia
Гелиады — (др. греч. Ἡλιάδες) в древнегреческой мифологии[1] дочери Гелиоса и Климены, сестры Фаэтона (либо их земной отец Мероп, а небесный Гелиос[2]). Запрягли для Фаэтона коней, несмотря на запрет отца. После гибели брата были… … Википедия
Heliades — HELIĂDES, um, Gr. Ἡλιάδες, ων, (⇒ Tab. VI.) des Klymenus oder Sol und der Merope, einer Nymphe, Hygin. Fab. 154. oder vielmehr des Sol und der Klymene Töchter Id. Fab. 152. Ovid. Met. I. v. 755. & ad eum Pontanus l. c. Sie hießen mit ihren… … Gründliches mythologisches Lexikon
ήλιος — (Ηelianthus annus). Μονοετές φυτό της οικογένειας των δικοτυλήδονων συνθέτων. Η επιστημονική του ονομασία είναι ηλίανθος ο ετήσιος. Κατάγεται από την Κεντρική Αμερική, αλλά διαδόθηκε και καλλιεργείται σε διάφορες χώρες κυρίως για τον εδώδιμο… … Dictionary of Greek
Καλοκύρης, Δημήτρης — (Ρέθυμνο 1948 –). Γραφίστας και λογοτέχνης. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σταδιοδρόμησε ως γραφίστας, επιμελητής και σχεδιαστής διαφόρων εντύπων. Υπήρξε εκδότης του περιοδικού και των εκδόσεων Τραμ… … Dictionary of Greek
Λαμπετία — Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Ηλιάδες. Ήταν κόρη της Νεαίρας και του Ήλιου και αδελφή του Φαέθοντα και της Φαέθουσας. Σύμφωνα με τον Όμηρο, η Λ. και η αδελφή της φύλαγαν τα κοπάδια του πατέρα τους Ήλιου και τον ενημέρωσαν όταν τα έκλεψαν οι… … Dictionary of Greek
Τελχίνες — Μυθολογικά πρόσωπα, που παρουσιάζονταν πότε ως θνητοί και πότε ως δαίμονες. Τους περιέγραφαν χωρίς χέρια και πόδια και με φτερά και τους θεωρούσαν γιους της θάλασσας ή της Γης ή του Πόντου. Το γένος των Τ. καταγόταν, σύμφωνα με την παράδοση, από… … Dictionary of Greek