Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

Ζαχαρίας

См. также в других словарях:

  • Ζαχαρίας — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Πατέρας του Ιωάννη του Πρόδρομου, ιερέας στον ναό της Ιερουσαλήμ, όταν ήταν βασιλιάς της Ιουδαίας ο Ηρώδης. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή, ενώ εφημέρευε στον ναό, είδε σε όραμα τον αρχάγγελο Γαβριήλ, ο… …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαρίας — Ζαχαρίᾱς , Ζαχαρίας masc acc pl Ζαχαρίᾱς , Ζαχαρίας masc nom sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης — (Μπαρμπίτσα, Πάρνωνας 1760 – Μάνη 1805). Κλέφτης και αρματολός της Πελοποννήσου. Από τους προδρόμους του κινήματος της εθνικής ανεξαρτησίας, προσπάθησε να ενώσει τους αρματολούς όλης της Ελλάδας εναντίον των Τούρκων και τα κατορθώματά του πέρασαν …   Dictionary of Greek

  • Μαθάς, Ζαχαρίας — Βλ. λ. Ζαχαρίας. Όνομα ιερωμένων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας (5.) …   Dictionary of Greek

  • Παπαντωνίου, Ζαχαρίας — (Καρπενήσι 1877 – Αθήνα 1940). Ακαδημαϊκός, λογοτέχνης και κριτικός τέχνης. Οι γονείς του ήθελαν να σπουδάσει γιατρός, εκείνος όμως προτίμησε τη ζωγραφική. Αργότερα πήγε στο Παρίσι ως ανταποκριτής της εφημερίδας Εμπρός, στην οποία δημοσίευσε τα… …   Dictionary of Greek

  • Αλαμάνος, Ζαχαρίας — (16ος αι.). Ευγενής από την Κέρκυρα. Αναφέρεται και ως Αλεμάνος. Διετέλεσε μέλος της πρεσβείας, που πήγε στη Βενετία και κατάφερε να επικυρώσει από τη Γερουσία της ιταλικής πόλης τα παλαιά προνόμια του νησιού που είχαν ατονήσει. Παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • Πρακτικίδης, Ζαχαρίας — (1784 – 1845). Ιερομόναχος και διδάσκαλος από την Κρήτη. (Το πραγματικό επώνυμο της οικογένειάς του ήταν Τσιριγώτης). Ο Π. διορίστηκε γραμματέας της Καγκελλαρίας Σφακίων (1821) αλλά σύντομα παραιτήθηκε και πήγε στο Ναύπλιο. Διετέλεσε παραστάτης… …   Dictionary of Greek

  • Τοπέλιους, Ζαχαρίας — (Topelius, 1818 – 1898). Φιλανδός ποιητής και συγγραφέας, ο οποίος έγραψε στη σουηδική γλώσσα. Διετέλεσε δημοσιογράφος και αργότερα καθηγητής της ιστορίας στο πανεπιστήμιο του Χέλσιγκφορς. Θεωρείται γενικά ο μεγαλύτερος ποιητής της Φιλανδίας μετά …   Dictionary of Greek

  • Ζαχαριῶν — Ζαχαρίας masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζαχαρίου — Ζαχαρίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ζαχαρία — Ζαχαρίᾱ , Ζαχαρίας masc nom/voc/acc dual Ζαχαρίᾱ , Ζαχαρίας masc voc sg (attic) Ζαχαρίᾱ , Ζαχαρίας masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»