См. также в других словарях:
Ζήνιος — Ζήνιος, α, ον (Α) φρ. «Ζήνιον ὕδωρ» το νερό τής βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζήν, αρχαιότερος τ. αιτ. (= Δία) τού Ζευς + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek
Ζήνιος — Ζήνιος, α, ον (Α) φρ. «Ζήνιον ὕδωρ» το νερό τής βροχής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ζήν, αρχαιότερος τ. αιτ. (= Δία) τού Ζευς + κατάλ. ιος] … Dictionary of Greek