-
1 Εύριπος
-
2 Εὔριπος
-
3 εύριπος
-
4 εὔριπος
-
5 εὔριπος
εὔρῑπος, ὁ,A any strait or narrow sea, where the flux and reflux is violent, X.HG1.6.22, Arist.HA 544a21, 548a9, Mu. 396a25; esp. the strait which separates Euboea from Boeotia, h.Ap.222, Hdt.5.77, etc., cf. Str.9.2.8: prov. of an unstable, weak-minded person (cf. Poll.6.121),πλείους τραπόμενος τροπὰς τοῦ Εὐρίπου Aeschin.3.90
;μεταρρεῖ ὥσπερ Εὔριπος Arist.EN 1167b7
;ἄστατα καὶ ἀβέβαια Εὐρίπου τρόπον Hipparch.
ap. Stob.4.44.81;Εὔριποι γενόμενοι Lib.Ep. 907
.II generally, canal, ditch, etc., SIG799.7 (Cyzicus, i A.D.), Babr.120.2, AP14.135.2 (Metrod.), D.H.3.68.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔριπος
-
6 Εὔριπος
Εὔρῑπος the strait between Euboia and the mainland. Ἰφιγένεἰ ἐπ' Εὐρίπῳ σφαχθεῖσα τῆλε πάτρας at Aulis. P. 11.221Εὐρίπου τε συνέτεινε χῶρον[ Pae. 9.49
-
7 Ευρίποιο
-
8 Εὐρίποιο
-
9 Ευρίποις
-
10 Εὐρίποις
-
11 Ευρίπου
-
12 Εὐρίπου
-
13 Ευρίπους
-
14 Εὐρίπους
-
15 Ευρίπω
-
16 Εὐρίπῳ
-
17 Ευρίπωι
-
18 Εὐρίπωι
-
19 Ευρίπων
-
20 Εὐρίπων
См. также в других словарях:
Εὔριπος — any strait masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύριπος — Ονομασία πορθμών της αρχαιότητας. 1. Στενή θαλάσσια λωρίδα που χώριζε την Εύβοια από την ηπειρωτική Ελλάδα. Ήταν πασίγνωστος για τα σπάνια παλιρροϊκά φαινόμενά του. Από το 411 π.Χ. κατασκευάστηκε εκεί ξύλινη γέφυρα μήκους 2 πλέθρων (60 μ.) που… … Dictionary of Greek
εὔριπος — εὔρῑπος , εὔριπος any strait masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρίποιο — Εὔριπος any strait masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρίποις — Εὔριπος any strait masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρίπου — Εὔριπος any strait masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρίπους — Εὔριπος any strait masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρίπων — Εὔριπος any strait masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρίπῳ — Εὔριπος any strait masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὔριποι — Εὔριπος any strait masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὔριπον — Εὔριπος any strait masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)