-
1 Ευδάνεμος
-
2 Εὑδάνεμος
-
3 Εὑδάνεμος
A Storm-stiller, a hero worshipped at Eleusis, Arr.An.3.16.8; = ἄγγελος, Hsch.: also in pl., Εὑδανέμων βωμός, at Athens, Arr.l.c., cf. D.H.Din.11. ( Εὐδ. codd. Arr.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Εὑδάνεμος
-
4 Ευδανέμων
-
5 Εὑδανέμων
См. также в других словарях:
Εὑδάνεμος — Storm stiller masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὑδανέμων — Εὑδάνεμος Storm stiller masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άνεμος — ο (AM ἄνεμος) 1. ρεύμα αέρα που προκαλείται απο φυσικά αίτια, βίαιη μετακίνηση του αέρα προς μια κατεύθυνση 2. μτφ. άσκοπη ασχολία, ματαιοπονία, ματαιότητα μσν. νεοελλ. (κατ’ ευφημισμό) διάβολος, δαίμονας νεοελλ. φρ. «πάει κατ’ ανέμου» ή «πάει τ’ … Dictionary of Greek