-
1 Ευήνωρ
-
2 Εὐήνωρ
-
3 ευήνωρ
-
4 εὐήνωρ
-
5 εὐήνωρ
-
6 εὐήνωρ
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > εὐήνωρ
-
7 ευάνορα
εὐά̱νορα, εὐήνωρthe joy of men: neut nom /voc /acc pl (doric)εὐά̱νορα, εὐήνωρthe joy of men: masc /fem acc sg (doric) -
8 εὐάνορα
εὐά̱νορα, εὐήνωρthe joy of men: neut nom /voc /acc pl (doric)εὐά̱νορα, εὐήνωρthe joy of men: masc /fem acc sg (doric) -
9 ευήνορα
-
10 εὐήνορα
-
11 Ευήνορα
-
12 Εὐήνορα
-
13 Ευήνορες
-
14 Εὐήνορες
-
15 Ευήνορι
-
16 Εὐήνορι
-
17 Ευήνορος
-
18 Εὐήνορος
-
19 ευάνορες
-
20 εὐάνορες
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Εὐήνωρ — the joy of men masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήνωρ — the joy of men nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευήνωρ — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ζωγράφος από την Έφεσο (μέσα 5ου αι. π.Χ.). Πατέρας και δάσκαλος του Παρράσιου. Ο Πλίνιος τον κατατάσσει ανάμεσα στους σπουδαιότερους της εποχής του. 2. Ε. ο Ευηπίου (αρχές 3ου αι. π.Χ.). Γιατρός. Καταγόταν από το… … Dictionary of Greek
εὐήνορα — εὐήνωρ the joy of men neut nom/voc/acc pl εὐήνωρ the joy of men masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐήνορα — Εὐήνωρ the joy of men masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐήνορες — Εὐήνωρ the joy of men masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήνορες — εὐήνωρ the joy of men masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐήνορι — Εὐήνωρ the joy of men masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήνορι — εὐήνωρ the joy of men dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐήνορος — Εὐήνωρ the joy of men masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐήνορος — εὐήνωρ the joy of men gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)