Перевод: со всех языков на русский

с русского на все языки

Εὐστάθιος

См. также в других словарях:

  • Εὐστάθιος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ευστάθιος — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Νεοπλατωνικός φιλόσοφος (4ος αι.). Ήταν μαθητής των φιλοσόφων Ιάμβλιχου και Αιδέσιου, τον οποίο διαδέχτηκε στη διεύθυνση της σχολής. Ο Ε. διακρινόταν για τη δεινή ρητορική ικανότητά του και τη βαθιά μόρφωσή του.… …   Dictionary of Greek

  • Άγιος Ευστάθιος — Μικρό ακατοίκητο νησί (υψόμ. 10 μ.) της Κιμώλου. Βρίσκεται στα νότια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κιμώλου του νομού Κυκλάδων …   Dictionary of Greek

  • Αγοριανίτης, Ευστάθιος — Αγωνιστής του 1821. Γεννήθηκε στη Σουβάλα της Παρνασσίδας. Πολέμησε στη Στερεά Ελλάδα …   Dictionary of Greek

  • Δαφνομήλης, Ευστάθιος — (τέλη 10ου – αρχές 11ου αι. μ.Χ.). Βυζαντινός στρατηγός στην περίοδο της αυτοκρατορίας του Βασιλείου του Β’ του Βουλγαροκτόνου. Συνέβαλε με τις στρατιωτικές του ικανότητες στον νικηφόρο πόλεμο εναντίον των Βουλγάρων, υπό την ηγεσία του τσάρου… …   Dictionary of Greek

  • Θεριανός, Ευστάθιος — (; – 1881). Λόγιος κληρικός. Καταγόταν από τη Ζάκυνθο και έδρασε στη Βιένη ως αρχιμανδρίτης της εκεί ελληνικής εκκλησίας. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη θρησκευτική μουσική και βοήθησε στην ίδρυση μουσικής σχολής στην πατρίδα του. Έγραψε το αξιόλογο… …   Dictionary of Greek

  • Μακρεμβολίτης, Ευστάθιος — (12ος αι.). Βυζαντινός συγγραφέας. Έγραψε μυθιστορήματα με τίτλο Τα καθ’ Υσμίνην και Υσμινίαν και συλλογή αινιγμάτων. Όπως και οι άλλοι σύγχρονοί του που ασχολήθηκαν με το μυθιστόρημα, είχε ως πρότυπο τους «ερωτικούς λόγους» των μυθιστοριογράφων… …   Dictionary of Greek

  • Μαλεΐνος, Ευστάθιος — (976 – 1025). Βυζαντινός στρατηγός από τη Μικρά Ασία. Πήρε μέρος στους πολέμους του Ιωάννη του Τσιμισκή (969 976) και διακρίθηκε για την ανδρεία του. Επειδή δυσαρεστήθηκε από τον Βασίλειο B’, αποσύρθηκε στα κτήματα του στη Μ. Ασία και, αργότερα… …   Dictionary of Greek

  • Εὐσταθίου — Εὐστάθιος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐσταθίῳ — Εὐστάθιος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐστάθιε — Εὐστάθιος masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»