-
1 κρατέω
κρατέω, von κράτος, Macht, Kraft haben, stark, gewaltig sein; bes. – 1) die Obergewalt haben, herr schen; oft absol.; Ἠλίδα, ὅϑι κρατέουσιν Ἐπειοί Od. 13, 275. 15, 298; ἅπας δὲ τραχύς, ὅστις ἂν νέον κρατῇ Aesch. Prom. 35; τί γὰρ πέπρωται Ζηνὶ πλὴν ἀεὶ κρατεῖν 517, öfter; ὁ κρατῶν, der Herrscher, Ag. 1649, wie Soph, οὐ τοῦ κρατοῦντος ἡ πόλις νομίζεται Ant. 734, öfter; τὰς τῶν κρατούντων ἀμαϑίας φέρειν χρεών Eur. Phoen. 396; οὐκοῦν κρατεῖ τοῦτο ἐν ἑκάστῃ πόλει τὸ ἄρχον Plat. Rep. I, 338 d, wie τί. ϑεται τοὺς νόμους ἐν τῇ πόλει ἑκάστοτε τὸ κρατοῦν, die souveräne Gewalt, Legg. IV, 714 c; κρατεῖ καὶ ἄρχει Menex. 238 d. – Auch c. gen., πάντων μὲν κρατέειν ἐϑέλει, πάντεσσι δ' ἀνάσσειν, er will mächtiger als Alle u. König sein, ll. 1, 288; ὃς μέγα πάντων Ἀργείων κρατέει, καί οἱ πείϑονται Ἀχαιοί 1, 78; νέοι γὰρ οἰακονόμοι κρατοῦσ' Ὀλύμπου Aesch. Prom. 149; κρατοῦντε τῶνδε δωμάτων Ch. 705; Ζεὺς δ' ὁ τῆςδε γῆς κρατῶν Soph. Phil. 977, öfter; Ἄργους Ὀρέστην ἔα κρατεῖν Eur. Or. 1660. – Und c. dat., μέγα κρατέεις νεκύεσσι, du bist der Erste, herrschest unter den Todten, Od. 11, 485, vgl. 16, 265; Θέτις δὲ κρατεῖ Φϑίᾳ Pind. N. 4, 50. – 2) in seiner Gewalt haben, in seine Gewalt bekommen, sich bemächtigen; τοῦδε γὰρ κἀγὼ κρατῶ, denn das habe auch ich in meiner Gewalt, Soph. O. R. 409, öfter; μηδ' ἵν' ἂν σαυτοῦ κρατῇς O. C. 406; εἴ τοι κρατοῦσι παῖδες Αἰγύπτου σέϑεν Aesch. Suppl. 382; ἐκ δὲ τῆς μάχης τῶν νεκρῶν ἐκράτησαν οἱ Σκύϑαι Her. 4, 111; γῆς Thuc. 3, 6; ναυσὶ τῆς τε ϑαλάττης ἐκράτει καὶ τῶν νήσων Plat. Menex. 239 e; ὄρους Xen. An. 7, 3, 3; auch von Menschen, fangen, 4, 7, 16; Folgde. – Auch c. accus., τοίγαρ τὸ σὸν ϑάκημα καὶ τοὺς σοὺς ϑρόνους κρατοῦσιν Soph. O. C. 1383, wie πάντα μὴ βούλου κρατεῖν 1522; behaupten, vertheidigen, κέρατα ὄρους, ἃ κρατεῖν κατέχοντες καὶ πάνυ ὀλίγοι δύναιντ' ἄν Xen. An. 5, 6, 7. – Auch = befehlen, Aesch. Ag. 10; αἰσχρὰ τῷ νόμῳ κρατούμενα Ar. Av. 755, d. i. was das Gesetz verbietet od. bestraft. – 3) die Obergewalt haben, übertreffen, besiegen; absol., ἐκράτησε Ζεὺς ἀγοραῖος Aesch. Eum. 390; Ggstz ἡττᾶσϑαι, Spt. 498; ἁλόντες καὶ κρατήσαντες Ag. 315; dem νικᾶν entsprechend, Xen. An. 3, 2, 39; oft bei Pind. = in den Kampfspielen den Sieg davontragen, πάλᾳ, ἱπποδρομίᾳ, Ol. 8, 20 I. 3, 13; τὸ κρατοῦν, die siegende Partei, D. Hal. 6, 62, wie οἱ κρατοῠντες, die Sieger, Xen. An. 3, 2, 26 u. öfter. – Auch c. gen., δυοῖν κρατήσας ἔληξε δαίμων Aesch. Spt. 939; κρατήσω τῶν ἔμ' ἐκβεβληκότων Soph. O. C. 652; so auch A.; ἐκράτησαν τῶν Ἑλλήνων γυμνήτων Xen. An. 3, 4, 26. – Auch c. accus., Pind. P. 4, 245; βύβλου δὲ καρπὸς οὐ κρατεῖ στάχυν Aesch. Suppl. 742; δεσπότην Eur. Alc. 490; ἐχϑρόν Ar. Av. 419; in Prosa, κρατεῖ ὁ τῆς ἡδονῆς βίος τὸν τῆς φρονήσεως Plat. Phil. 11 e; τοὺς ἐν τῇ Εὐρώπῃ Θρᾷκας, ἐφ' οὓς ἐστρατεύεσϑε, κρατήσαντες Xen. An. 7, 6, 32. – Pass.; κρατηϑεὶς ἐκ φίλων ἀβουλίαις Aesch. Spt. 750; εἴπερ κρατηϑείς γ' ἀντινικῆσαι ϑέλεις Ch. 492; κρατηϑῆναι ὑπὸ μηδενός Plat. Prot. 352 c; κρατούμενος ὑφ' ἡδονῶν ibd.; ὑπὸ γέλωτος Rep. III, 388 e. – Griech. accus., κρατεῖν τὸν ἀγῶνα Dem. 21, 18, wie τὴν μάχην (die Lesart schwankt) D. Sic. 18, 30, im Kampfe siegen; gewöhnlicher τῇ μάχῃ τοὺς Σικανούς, Thuc. 6, 2, τῇ γνώμῃ Her. 9, 42. – Bei den Medic. = die Speisen überwältigen, verdauen, vgl. Ath. II, 54 b; τῆς τροφῆς μὴ κρατηϑείσης Plut. Symp. 3, 6, 2. – 41 ohne Casus, Rechtbehalten, haben; ὁ μὴ πειϑόμενος κρατεῖ, wer es nicht glaubt, hat Recht, Plat. Phaedr. 272 a. Dah. durch dringen, sich geltend machen; λόγος κρατεῖ σαφηνής Aesch. Pers. 724, das Wort geht in Erfüllung; φάτις πολλὴ κρατεῖ Suppl. 290; ὥςπερ ἡ φάτις κρατεῖ Soph. Ai. 957; νόμιμα δὲ τὰ Χαλκηδονικὰ ἐκράτησεν, die gesetzlichen Einrichtungen blieben in Kraft, Thuc. 6, 5; vgl. 1, 71; κρατεῖ φήμη, δόξα, Pol. 9, 26, 11 Plut. C. Graech. 1. – Auch vom Pfropfreis, Senkling, verpflanzten Baum, fortgehen. – Bei den K. S. sind οἱ κρατοῦντες die Christen.
-
2 ἀντί-κειμαι
ἀντί-κειμαι (s. κεῖμαι), gegenüberliegen, im eigtl. Sinne, Εὐρώπῃ Herod. 6, 2, 4. – Ueberh. perf. pass. zu ἀντιτίϑημι, w. m. vgl., τιμὰ ἀγαϑοῖς Pind. I. 6, 26, Ehre ist der Lohn für ihre Thaten; bes. = entgegengesetzt sein, πρὸς ἄλληλα Plat. Soph. 258 b; ἀλλήλοις Plut. u. Arist., der es auch mit dem gen. vrbdt, Polit. 4, 14; ἀντικειμένη λέξις, aus sich entgegengesetzten Satzgliedern bestehend; τὰ ἀντικείμενα, die beiden Glieder eines Gegensatzes, Rhett.
-
3 ἔμ-προσθεν
ἔμ-προσθεν, vor Consonanten auch ἔμπροσϑε, – 1) vom Orte, vorn, voran, vor, Her. u. Folgde; προπορεύεσϑαι ἔμπρ., vorwärts, Xen. Cyr. 4, 2, 23; c. gen., ἔμπρ. ϑυρῶν Ar. Vesp. 871; τινὸς τάττειν Plat. Legg. I, 631 d, Ggstz ὕστερον; ἡ ἔαπρ. Εὐρώπη, der vordere Theil von Europa, Her. 7, 126; öfter mit dem Artikel, ῥίπτει αὐτὰ ἐς τὰ ἔμπρ., vor sich hin, 4, 61, τὸ ἔμπρ. τοῦ βουλευτηρίου Xen. Hell. 2, 3, 23, ἐκ τοῠ ἔμπρ., gegenüber, Cyr. 2, 2, 6, ἐν τῷ ἔμπρ. εἶναι Πρωταγόρου Plat. Prot. 315 b, πρόϊϑί γε ἔτι εἰς τοὔμπροσϑεν, gehe noch weiter vor, Gorg. 497 a (wie ὕπαγ' εἰς τοὔμπροσϑεν Eupol bei Ammon. v. ὑπάγειν), einen Vorzug bedeutet. σωφροσύνης ἔμπρ. ὑγίειαν ποιῶν τιμίαν Legg. V, 743. e; τὰς αἰτίας τὰς τῶν ἠδικηκότων ἔμπρ. εἶναι τοῦ δικαίου, überwiegen das Recht, Dem. 56, 50; aber ἔμπ. εἶναι τῶν πραγμάτων, im Ggstz von ἀκολουϑεῖν αὐτοῖς, 4, 39, den Ereignissen zuvorkommen. – 2) von der Zeit, zuvor, vorher; ἔμπροσϑε ταύτης τῆς γνώμης Her. 7, 144; τὰ λεχϑέντα ὀλίγον ἔμπρ., das kurz zuvor Gesagte, Plat. Phaedr. 277 d; ὁ ἔμπρ. λόγος ibd.; τὰ ἔμπρ. τούτων ῥηϑέντα Legg. VI, 773 e; ἐν τῷ ἔμπροσϑεν, im Vorhergehenden, Plat. oft u. A.; οἱ ἔμπρ., die Vorfahren, Polit. 296 a; ὁ ἔμπρ. χρόνος Xen. Mem. 4, 8, 2; ὁ ἔμπρ., der ehemalige, Hegesipp. Ath. VII, 290 b. – 3) Bei Sp. ist ἔμπρ. = später, nachher im Buche, weiter unten; vgl. Lob. Phyrn. p. 11.
-
4 ἔμπροσθεν
ἔμ-προσθεν, u. ἔμ-προσθα, (1) vom Orte: vorn, voran, vor; προπορεύεσϑαι ἔμπρ., vorwärts; Ggstz ὕστερον; ἡ ἔαπρ. Εὐρώπη, der vordere Teil von Europa; ῥίπτει αὐτὰ ἐς τὰ ἔμπρ., vor sich hin; ἐκ τοῠ ἔμπρ., gegenüber; πρόϊϑί γε ἔτι εἰς τοὔμπροσϑεν, gehe noch weiter vor; τὰς αἰτίας τὰς τῶν ἠδικηκότων ἔμπρ. εἶναι τοῦ δικαίου, überwiegen das Recht; aber ἔμπ. εἶναι τῶν πραγμάτων, im Ggstz von ἀκολουϑεῖν αὐτοῖς, den Ereignissen zuvorkommen. (2) von der Zeit: zuvor, vorher; τὰ λεχϑέντα ὀλίγον ἔμπρ., das kurz zuvor Gesagte; ἐν τῷ ἔμπροσϑεν, im Vorhergehenden; οἱ ἔμπρ., die Vorfahren; ὁ ἔμπρ., der ehemalige. (3) ἔμπρ. = später, nachher im Buche, weiter unten
См. также в других словарях:
Εὐρώπη — Europa fem nom/voc sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρώπῃ — Εὐρώπη Europa fem dat sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… … Dictionary of Greek
Ευρώπη — η η μία από τις πέντε ηπείρους της Γης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Εὐρώπηι — Εὐρώπῃ , Εὐρώπη Europa fem dat sg (attic epic ionic) Εὐρώπῃ , Εὐρώπης masc dat sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Европа в греческой мифологии — (Εύρώπη) по Гомеру ( Илиада , XIV, 321), дочь Финика, по обыкновенной редакции мифа дочь финикийского царя Агенора, сестра Кадма. Зевс явился Е., игравшей с подругами на берегу моря, в виде белого быка и, похитив ее, увез на остров Крит, где… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Европа, в греческой мифологии — (Εύρώπη) οо Гомеру (Илиада, XIV, 321) дочь Финика, по обыкновенной редакции мифа дочь финикийского царя Агенора, сестра Кадма. Зевс явился Е., игравшей с подругами на берегу моря, в виде белого быка и, похитив ее, увез на остров Крит, где… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Εὐρώπην — Εὐρώπη Europa fem acc sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc acc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐρώπης — Εὐρώπη Europa fem gen sg (attic epic ionic) Εὐρώπης masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek