-
1 Εὐριπίδης
-
2 Εὐριπίδης
Εὐριπίδης, ὁ, ein Wurf im Würfelspiel, 40, von einem Athener Euripides, der unter den 40 Männern war -
3 φιλ-ευριπίδης
φιλ-ευριπίδης, ὁ, Freund des Euripides; Plut. amat. 10; Ath. VIII, 342 b.
-
4 Euripides
Eurīpidēs, is u. ī, Akk. em u. ēn, m. (Ευριπίδης), der berühmte griechische Tragiker zu Athen, geb. 480 v. Chr., Plaut. rud. 86 (Genet. -i). Cic. Tusc. 1, 65. Quint. 10, 1, 67. Gell. 15, 20, 1 (Genet. -i). – Dav. Euripidēus, a, um (Ευριπίδειος), euripidëisch, carmen, Cic. Tusc. 3, 59.
-
5 κατά-χρῡσος
κατά-χρῡσος, leicht vergoldet, mit Goldschaum überzogen, vgl. ἐπίχρυσος; διάζωμα Luc. Alex. 13; a. Sp. – Sehr reich; übertr., Εὐριπίδης, der goldene, Diphil. bei Ath. X, 422 h. Vgl. das Folgde.
-
6 μάγνης
μάγνης, ητος, ἡ, s. nom. pr., davon λίϑος μαγνήτης od. μαγνῆτις, auch μαγνήσιος, der Magnetstein, der früher λίϑος Ἡρακλεία hieß, vgl. Plat. Ion 533 d, ἐν τῇ λίϑῳ, ἣν Εὐριπίδης μὲν Μαγνῆτιν ὠνόμασεν, οἱ δὲ πολλοὶ Ἡρακλείαν; Diosc. u. a. Sp., Ep. ad. 30 (XII, 152). – Auch ein dem Silber ähnliches Mineral, das verarbeitet u. gedreht wurde, vielleicht eine Talkart, s. Buttm. in Wolfs Anal. II p. 5 ff.
-
7 ἀ-μολγός
ἀ-μολγός, ὁ (ἀμέλγω), eigentl. das Melken, die Melkzeit; man muß annehmen, daß in alter Zeit von einem strotzenden Euter gesagt wurde, es sei ἐν ἀμολγῷ, s. Buttmann Lexil. 2, 39; so erklärt es sich, daß man überhaupt ἀμολγός = ἀκμή gebrauchte, Culminationspunct, Scholl. u. Eustath. Iliad. 15, 324 p. 1018, 21; vgl. Athen. 3. 115 a Scholl. Hes. O. 590 Etym. m. s. v. μάζα; Hom. fünfmal, νυκτὸς ἀμολγῷ Versende Iliad. 11, 173. 15, 324. 22, 28. 317 Od. 4, 841, in der Tiefe der Nacht, in der Mitte der Nacht, ἐν νυκτὸς ἀμολγῷ Iliad. 11, 173, μελαίνης νυκτὸς ἀμολγῷ 15, 324; – Hymn. Merc. 7 u. H. 17, 7 νυκτὸς ἀμολγῷ Versende; Aesch. Heliad. frg. Ath. XI, 469 e προφυγὼν ἱερᾶς νυκτὸς ἀμολγόν; Eur. Phaeth. frg. Paris. 2, 6 οὐκ ἀμολγὸν ἐξομόρξετε εἴ ποό τίς ἐστιν αἵματος χαμαὶ πεσών; Alcmen. frgm. bei Hesych. ἀμολγὸν νύκτα Εὐριπίδης Ἀλκμήνῃ ζοφερὰν καὶ σκοτεινήν; Orph. H. 34, 12 ὕπερϑέ τε καὶ δι' ἀμολγοῠ νυκτὸς ἐν ἡσυχίῃσιν.
-
8 Euripides
Eurīpidēs, is u. ī, Akk. em u. ēn, m. (Ευριπίδης), der berühmte griechische Tragiker zu Athen, geb. 480 v. Chr., Plaut. rud. 86 (Genet. -i). Cic. Tusc. 1, 65. Quint. 10, 1, 67. Gell. 15, 20, 1 (Genet. -i). – Dav. Euripidēus, a, um (Ευριπίδειος), euripidëisch, carmen, Cic. Tusc. 3, 59.Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > Euripides
-
9 κατάχρῡσος
κατά-χρῡσος, leicht vergoldet, mit Goldschaum überzogen. Sehr reich; übertr., Εὐριπίδης, der goldene -
10 φιλευριπίδης
φιλ-ευριπίδης, ὁ, Freund des Euripides
См. также в других словарях:
Εὐριπίδης — cast 40 masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐριπίδης — cast 40 masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευριπίδης — (Αθήνα 480; – Πέλλα 406 π.Χ.). Τραγικός ποιητής. Πολλές λεπτομέρειες για τη ζωή του (ότι ήταν γιος μανάβισσας, ότι είχε δύο άπιστες γυναίκες και ότι πέθανε κατασπαραγμένος από σκυλιά) φαίνεται να είναι είτε διαστρεβλώσεις της πραγματικότητας είτε … Dictionary of Greek
Ευριπίδης — ο κύρ. όνομα αρχαίο και νεότερο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ευριπίδης ο Νεότερος — (τέλη 5ου – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Γιος του μεγάλου τραγικού Ευριπίδη (βλ. λ.). Πιθανώς συμπλήρωσε το κείμενο της Ιφιγένειας εν Αυλίδι του πατέρα του. Από τα πατρικά έργα δίδαξε την Ιφιγένεια εν Αυλίδι και τις Βάκχες, μετά τον θάνατο του πατέρα του … Dictionary of Greek
Μπακιρτζής, Ευριπίδης — (1895 – 1947). Στρατιωτικός. Πήρε μέρος στο κίνημα της Εθνικής Άμυνας του 1916, που αντιτάχτηκε στην πολιτική των Ανακτόρων. Αργότερα υπήρξε ένας από τους πρωτεργάτες της επανάστασης του 1922. Πήρε επίσης μέρος στο κίνημα του 1935. Εξαιτίας των… … Dictionary of Greek
Γαραντούδης, Ευριπίδης — (Καβάλα 1964 –). Φιλόλογος και κριτικός λογοτεχνίας. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (νεοελληνική φιλολογία). Δίδαξε αρχικά ως λέκτορας της νεοελληνικής γλώσσας στο Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών του… … Dictionary of Greek
Κουτλίδης, Ευριπίδης — (Πτερούντα Λέσβου 1890 – 1974). Επιχειρηματίας και συλλέκτης έργων τέχνης. Έζησε στη Σμύρνη μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922, οπότε εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα. Ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας, δημιουργώντας μεγάλη προσωπική περιουσία.… … Dictionary of Greek
Еврипид — (Εύριπίδης) ΰфинянин, младший из трех греческих трагиков корифеев. Родился на Саламине, в день знаменитой победы, 20 сентября 480 г. до Р. Х., от зажиточных, но незнатных родителей. Был женат дважды; от второй жены имел трех сыновей, из которых… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Εὐριπίδαις — Εὐριπίδης cast 40 masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐριπίδαις — εὐριπίδης cast 40 masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)