-
1 εὐποσία
εὐποσία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐποσία
-
2 εὐβοσία
εὐβοσία, ἡ,4 abundance, plenty,ἐν εὐ. ὑπάρχειν Inscr.Prien.108.48
(ii B. C.);ἔθυον -βοσίαν γενέσθαι St.Byz.
s.v. Ἀζανοί; ἵνα ὁ δῆμος ἐν εὐβοσίᾳ διαγένηται Supp.Epigr.1.366.49 (Samos, iii B.C.);ἐξ ἁλός AP11.199
(Leon.).II divinity worshipped in Asia Minor, Zeitschr.f. Numism.7.223 (coin of Hierapolis); Σεβαστὴ Εὐ., of a deified Empress, IGRom.4.654 ([place name] Acmonia): also spelt Εὐποσία (q. v.):—hence [full] Εὐβοσιάρχης, ου, ὁ, official title (like Εὐθηνιάρχης), Papers of Amer. School 3 No.317; cf. Εὐποσιάρχης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐβοσία
См. также в других словарях:
ευποσία — εὐποσία, ή (ΑΜ) μσν. κρασοκατάνυξη αρχ. 1. ευκαρπία, αφθονία 2. (ως προσωποποίηση) η θεά Εὐβοσία ή Εὐποσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ποσία (< πότης), πρβλ. οινο ποσία] … Dictionary of Greek