-
1 εὐμενέτης
A well-wisher,χάρματα δ' εὐμενέτῃσι Od.6.185
, IG 12(8).23 (Lemnos, ii A. D.):—fem. [suff] Εὐμεν-έτειρα, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐμενέτης
См. также в других словарях:
υπερμενέτης — ὁ, Α ὑπερμενής*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητ. τ. τού ὑπερμενής με επίθημα έ της (πρβλ. εὐμεν έτης: εὐμενής)] … Dictionary of Greek