-
1 ευλογητός
-
2 εὐλογητός
-
3 εὐλογητός
εὐλογητός, ή, όν (s. prec. and next entry) in our lit. only (as predom. LXX; cp. also En 22:14; TestSol, JosAs, ParJer; Herm. Wr. 1, 32 εὐλογητὸς εἶ πάτερ) of God (and Christ) εὐ. κύριος ὁ θεὸς τ. Ἰσραήλ (3 Km 1:48; 2 Ch 2:11; 6:4; Ps 71:18), blessed, praised Lk 1:68 (PVielhauer, ZTK 49, ’52, 255–72; AVanhoye, Structure du ‘Benedictus’, NTS 12, ’66, 382–89; UMittman-Richert, Magnifikat und Benediktus ’96). εὐ. εἰς τ. αἰῶνας (Ps 88:53; 40:14) Ro 1:25; 9:5; 2 Cor 11:31; cp. 1:3; Eph 1:3; 1 Pt 1:3; B 6:10; IEph 1:3 (on formulation of praise s. Elbogen 4f and PSchorlemmer, ‘Die Hochkirche’ 1924, 110ff; 151). Of Christ MPol 14:1. ὁ εὐ. as periphrasis for the name of God, which is not mentioned out of reverence Mk 14:61 (Dalman, Worte 163f).—EBishop, IGoldziher Memorial I ’49, 82–88; SEsh, Der Heilige (Er Sei Gepriesen) ’57.—DELG s.v. λέγω. TW. -
4 ευλογητος
-
5 ευλογητός
Iευλογητός οблагословен – начало всякого богослужения, начинающееся со слов: «Ευλογητός ο θεός ημών...» — «Благословен Бог наш…»IIευλογητός, -ή, -όблагословенный, достойный благословения, похвалы -
6 εὐλογητός
{прил., 8}Ссылки: Мк. 14:61; Лк. 1:68; Рим. 1:25; 9:5; 2Кор. 1:3; 11:31; Еф. 1:3; 1Пет. 1:3. LXX: страд. прич. от 1288 ( ךּרבּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > εὐλογητός
-
7 ευλογητός
{прил., 8}Ссылки: Мк. 14:61; Лк. 1:68; Рим. 1:25; 9:5; 2Кор. 1:3; 11:31; Еф. 1:3; 1Пет. 1:3. LXX: страд. прич. от 1288 ( ךּרבּ).*▲ ключ.сл.Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ευλογητός
-
8 Εὐλογητὸς
БлагословенεὐλογητὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > Εὐλογητὸς
-
9 εὐλογητὸς
благословенблагословенный благословенным ΕὐλογητὸςΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐλογητὸς
-
10 ευλογητός
η, ό [ός, όν ] церк, достойный благословения; достойный похвалы, похвальный -
11 εὐλογητός
благословенный; LXX: страд. прич. от (בּרךְ).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εὐλογητός
-
12 εὐλογητός
-ή,-όν + A 10-15-1-28-20=74 Gn 9,26; 12,2; 14,20; 24,27.31blessed; neol.Cf. BICKERMAN 1962b=1980 315-317; →NIDNTT; TWNT -
13 εὐλογητός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐλογητός
-
14 ευλογητά
εὐλογητόςblessed: neut nom /voc /acc plεὐλογητά̱, εὐλογητόςblessed: fem nom /voc /acc dualεὐλογητά̱, εὐλογητόςblessed: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 εὐλογητά
εὐλογητόςblessed: neut nom /voc /acc plεὐλογητά̱, εὐλογητόςblessed: fem nom /voc /acc dualεὐλογητά̱, εὐλογητόςblessed: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
16 ευλογητόν
-
17 εὐλογητόν
-
18 εὐ-λογέω
εὐ-λογέω (= εὖ λέγειν, Plut. Alex. 53 in einer Stelle aus Eur.), gut von Einem sprechen, loben, preisen, πόλιν καὶ τοὺς στρατηγούς Aesch. Ag. 566; Soph. Phil. 1314; pass., O. C. 720; Eur. Ion 137; τοὺς πατέρας Ar. Equ. 565, der auch ἐάν τις αὐτοὺς εὐλογῇ καὶ τὴν πόλιν ἀνὴρ ἀλαζὼν καὶ δίκαια καὶ ἄδικα vrbdí, Ach. 372, wie πλεῖστα τὰς γυναῖκας Eccl. 454, er rühmte Viel an ihnen; τινὰ ἐπί τινι, Luc.; Ggstz κατηγορεῖν, Plat. Min. 320 e; οὓς δὲ ἐπιτιμᾶν δέον εὐλογεῖς αὐτούς Isocr. 12, 206, vor Bekker, der εἰ μὲν εὐλόγεις αὐτούς lies't. – Bei den LXX., N. T. u. K-S. = segnen, im Ggstz von καταρᾶσϑαι, auch = danken. – Εὐλογητός, gelobt, gepriesen, Sp.
-
19 благословенный
благослов||енныйприл εὐλογημένος, εὐλογητός. -
20 ευλογητού
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐλογητός — blessed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευλογητός — ή, ό (ΑΜ εὐλογητός, ή, όν) [ευλογώ] ο άξιος ευλογίας, αυτός τον οποίο πρέπει να ευλογεί, να δοξάζει, να υμνεί κάποιος (α. ἐνεργῶν τὰ εὐλογητὰ ἐν τῷ κατ ἀρετὴν ζῆν», Ευστ. β. «εὐλογητὸς ὁ θεός», Θ. Λειτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ευλογητό(ν) η… … Dictionary of Greek
ευλογητός — ή, ό ο άξιος ευλογίας, ο δοξαστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐλογητά — εὐλογητός blessed neut nom/voc/acc pl εὐλογητά̱ , εὐλογητός blessed fem nom/voc/acc dual εὐλογητά̱ , εὐλογητός blessed fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητόν — εὐλογητός blessed masc acc sg εὐλογητός blessed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητοί — εὐλογητός blessed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητοῦ — εὐλογητός blessed masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητέ — εὐλογητός blessed masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητή — εὐλογητός blessed fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητήν — εὐλογητός blessed fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐλογητῷ — εὐλογητός blessed masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)