-
1 Ευγένιος
Ευγένιος οЕвгений –1) имя некоторых святых Православной и Римокатолической Церкви, а также патриархов, епископов, правителей;2) мужское имяЭтим.< дргр. ευγενής «благородный, знатный» -
2 εὐγένιος
εὐγέν-ιος· εὐγενής, καὶ εἶδος ἀμπέλου, Hsch.II [suff] εὐγέν-ιον, τό, name of a kind of laurel, Gp.11.3.4.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐγένιος
-
3 εὐγένιος
εὐ-γένιος, eine Traubenart, Schönedel -
4 κωλο-μετρία
κωλο-μετρία, ἡ, Glieder-, Versmessung, Abtheilung, Suid. v. Εὐγένιος.
-
5 Ευγενία
Ευγενία ηЕвгения –1) имя некоторых святых жен Православной Церкви;2) женское имяЭтим.см. Ευγένιος -
6 κωλομετρία
κωλο-μετρία, ἡ, (Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κωλομετρία
См. также в других словарях:
Ευγένιος Φραγκίσκος — (Eugène François, Παρίσι 1663 – Βιένη 1736). Γάλλος στρατιωτικός και διπλωμάτης. Στρατηγός από τους μεγαλύτερους των νεότερων χρόνων, από τον οίκο Σαβοΐας Καρινιάνο, έμεινε γνωστός ως πρίγκιπας Ευγένιος. Όταν θέλησε να ασχοληθεί με τη στρατιωτική … Dictionary of Greek
Ευγένιος Αιτωλός — Βλ. λ. Γιαννούλης, Ευγένιος … Dictionary of Greek
Ευγένιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Τον δολοφόνησαν φυλακίζοντάς τον μέσα σε άνοιγμα τείχους, το οποίο έκλεισαν μετά. Η μνήμη του τιμάται στις 24 Νοεμβρίου. 2. Πέθανε από ξυλοδαρμό. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Δεκεμβρίου. 3. Μαρτύρησε … Dictionary of Greek
Ευγένιος Καραβίας — (1752 – 1821). Μητροπολίτης Αγχιάλου. Με την κήρυξη της Επανάστασης του 1821 συνελήφθη και φυλακίστηκε με άλλους αρχιερείς στις φυλακές του Μποσταντζή στην Κωνσταντινούπολη. Στη διάρκεια της κράτησής του επέδειξε αξιοθαύμαστη γενναιότητα και… … Dictionary of Greek
Ευγένιος ο Αγιοπατέρας — Βλ. λ. Παπουλάκος … Dictionary of Greek
Ευγένιος Φλάβιος — (; – 394 μ.Χ.). Ρωμαίος αυτοκράτορας (392 394). Σφετερίστηκε τον θρόνο μετά από συνωμοσία εναντίον του Βαλεντιανού B’, τον οποίο δολοφόνησε. Ο Θεοδόσιος Α’ τον νίκησε και τον σκότωσε κοντά στην Ακουιλία … Dictionary of Greek
Βούλγαρις, Ευγένιος — (Κέρκυρα 1716 – Πετρούπολη, Ρωσία 1806). Λόγιος και μέγας διδάσκαλος του γένους. Σπούδασε αρχικά στην Κέρκυρα, στην Άρτα και στα Ιωάννινα, κοντά στους πιο φημισμένους δασκάλους του καιρού του. Αργότερα πήγε στην Πάντοβα της Ιταλίας για ευρύτερες… … Dictionary of Greek
Αιτωλός, Ευγένιος — Βλ. λ. Γιαννούλης, Ευγένιος … Dictionary of Greek
Ευγενίδης, Ευγένιος — (Διδυμότειχο 1882 – Βεβέ, Ελβετία 1954). Εφοπλιστής, επιχειρηματίας και ευεργέτης. Μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου ασχολήθηκε με το εμπόριο ξυλείας και ίδρυσε ναυπηγεία. Το 1923 ήρθε στον Πειραιά συνεχίζοντας την επιχειρηματική του… … Dictionary of Greek
Ιονέσκο, Ευγένιος — (Eugéne Ionesco, Σλάτινα 1912 – Παρίσι 1994). Γάλλος θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και δοκιμιογράφος, ρουμανικής καταγωγής. Άρχισε τη λογοτεχνική του σταδιοδρομία στο Βουκουρέστι δημοσιεύοντας στίχους (1931) και ένα φυλλάδιο με τον τίτλο Όχι!… … Dictionary of Greek
Αγιολαυρίτης, Ευγένιος — (18ος 19ος αι.). Μοναχός της Αγίας Λαύρας. Toν Μάρτιο του 1821 στάλθηκε από τη συνέλευση των αρχιερέων και προεστών της μονής στον πατριάρχη Γρηγόριο, κομιστής επιστολής με την οποία του ζητούσαν να καθησυχάσει τους φόβους του σουλτάνου,… … Dictionary of Greek