Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Ελλη

См. также в других словарях:

  • Ἕλλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕλλῃ — Ἕλλη fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Έλλη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν κόρη της Νεφέλης και του Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού της Βοιωτίας, και αδελφή του Φρίξου. Όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος, επειδή η δεύτερη σύζυγος του Αθάμαντα, Ινώ, μισούσε τα παιδιά …   Dictionary of Greek

  • Έλλη — η 1. κύρ. όν. γυναικών. 2. ακρωτήριο του Ελλησπόντου στο νότιο άκρο της Καλλίπολης: Η ναυμαχία της Έλλης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Έλλη, ναυμαχία — Βλ. λ. Έλλης, ναυμαχία της …   Dictionary of Greek

  • Αλεξίου, Έλλη — (Ηράκλειο Κρήτης 1894 – Αθήνα 1988). Διακεκριμένη πεζογράφος και παιδαγωγός, αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη και του ποιητή Λευτέρη Αλεξίου. Εργάστηκε καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης και, μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, έζησε σε χώρες του… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπέτη, Έλλη — (Βίλια Αττικής 1926 – Νέα Υόρκη 1983). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού του θεάτρου Έλλης Λούπου. Υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές όσο και χαρισματικές πρωταγωνίστριες του ελληνικού θεάτρου και δευτερευόντως του κινηματογράφου που επηρέασε… …   Dictionary of Greek

  • Λαμπρίδη, Έλλη — (Αθήνα 1898 – 1970). Φιλόλογος και εκπαιδευτικός. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές της στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο. Από το 1920 έως το 1922 δίδαξε στο Αμερικανικό Κολέγιο της Κωνσταντινούπολης. Δίδαξε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • ГЕЛЛА —    • Έλλη,          см. Athamas, Афамант …   Реальный словарь классических древностей

  • Ἕλλην — Ἕλλη fem acc sg (attic epic ionic) Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἕλλης — Ἕλλη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»