-
1 Έλλη
-
2 Ελλη
дор. Ἕλλα ἥ Гелла (дочь орхоменского царя Атаманта и Нефелы, бежавшая с братом Фриксом от мачехи Ино на златорунном баране, но в пути утонувшая в море, которое поэтому стало, по преданию, именоваться Ἑλλήσποντος Diod., etc., Ἕλλης πόρος Pind., Aesch. или πορθμός Aesch. и Ἕλλης κῦμα Anth.) -
3 Ἕλλη
Βλ. λ. Έλλη -
4 Ἕλλῃ
Βλ. λ. Έλλη -
5 σορ-έλλη
-
6 Ελλα
-
7 Έλλα
-
8 Ἕλλα
-
9 Έλλας
-
10 Ἕλλας
-
11 Αθαμαντις
-
12 Ελλησποντος
дор. Ἑλλάσποντος ὅ [Ἕλλη] Геллеспонт1) ныне Дарданельский пролив Hom., Her. etc.2) малоазиатское побережье Дарданельского пролива Her., Thuc. etc. -
13 Έλλαν
Ἕλλᾱν, Ἕλληfem acc sg (doric aeolic)Ἕλλᾱν, Ἕλληνthe Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief: masc /fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 Ἕλλαν
Ἕλλᾱν, Ἕλληfem acc sg (doric aeolic)Ἕλλᾱν, Ἕλληνthe Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief: masc /fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 Έλλην
Ἕλληfem acc sg (attic epic ionic)Ἕλληνthe Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief: masc /fem nom /voc sg -
16 Ἕλλην
Ἕλληfem acc sg (attic epic ionic)Ἕλληνthe Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief: masc /fem nom /voc sg -
17 Έλλης
-
18 Ἕλλης
-
19 σορέλλη,
σορ-έλλη, u. σορο-δαίμων, ονος, ὁ, Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht -
20 σοροδαίμων
σορ-έλλη, u. σορο-δαίμων, ονος, ὁ, Spottname eines Alten, der schon mit einem Fuße im Grabe steht
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Ἕλλη — fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕλλῃ — Ἕλλη fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Έλλη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, ήταν κόρη της Νεφέλης και του Αθάμαντα, βασιλιά του Ορχομενού της Βοιωτίας, και αδελφή του Φρίξου. Όπως αναφέρει ο Απολλόδωρος, επειδή η δεύτερη σύζυγος του Αθάμαντα, Ινώ, μισούσε τα παιδιά … Dictionary of Greek
Έλλη — η 1. κύρ. όν. γυναικών. 2. ακρωτήριο του Ελλησπόντου στο νότιο άκρο της Καλλίπολης: Η ναυμαχία της Έλλης … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Έλλη, ναυμαχία — Βλ. λ. Έλλης, ναυμαχία της … Dictionary of Greek
Αλεξίου, Έλλη — (Ηράκλειο Κρήτης 1894 – Αθήνα 1988). Διακεκριμένη πεζογράφος και παιδαγωγός, αδελφή της Γαλάτειας Καζαντζάκη και του ποιητή Λευτέρη Αλεξίου. Εργάστηκε καθηγήτρια μέσης εκπαίδευσης και, μετά τον τερματισμό του εμφυλίου πολέμου, έζησε σε χώρες του… … Dictionary of Greek
Λαμπέτη, Έλλη — (Βίλια Αττικής 1926 – Νέα Υόρκη 1983). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της ηθοποιού του θεάτρου Έλλης Λούπου. Υπήρξε μία από τις πιο σημαντικές όσο και χαρισματικές πρωταγωνίστριες του ελληνικού θεάτρου και δευτερευόντως του κινηματογράφου που επηρέασε… … Dictionary of Greek
Λαμπρίδη, Έλλη — (Αθήνα 1898 – 1970). Φιλόλογος και εκπαιδευτικός. Σπούδασε φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και συμπλήρωσε τις σπουδές της στη Ζυρίχη και στο Λονδίνο. Από το 1920 έως το 1922 δίδαξε στο Αμερικανικό Κολέγιο της Κωνσταντινούπολης. Δίδαξε επίσης… … Dictionary of Greek
ГЕЛЛА — • Έλλη, см. Athamas, Афамант … Реальный словарь классических древностей
Ἕλλην — Ἕλλη fem acc sg (attic epic ionic) Ἕλλην the Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chief masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἕλλης — Ἕλλη fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)