-
1 εθνικός
η, ό[ν] 1.1) национальный; народный;εθνικός ύμνος — национальный гимн;
στόλος — военно-морской флот;εθνική συνέλευση — национёльное собрание;
εθνική τράπεζα — национальный банк;
εθνική εορτή — национальный праздник;
εθνική πολιτική — национальная политика;
εθνική περιουσία — народное достояние;
εθνική οικονομία — народное хозяйство;
2) отечественный;3) этнический; 2. (ο) язычник -
2 ανάγκη
η1) нужда, необходимость, настоятельная потребность;πράγματα ( — или είδη) πρώτης ανάγκης — предметы первой необходимости;
είναι (απόλυτη) ανάγκη να... — очень нужно, (крайне) необходимо (сделать что-л.);
έχω ανάγκη από κάτι — нуждаться в чём-л.;
έχω ανάγκη από ξεκούραση — мне необходим отдых;
έχω ανάγκη θεραπείας — нуждаться в лечении;
έχω την ανάγκη κάποιου — а) нуждаться в ком-л.; — б) зависеть от кого-л.;
δεν σ· έχω ανάγκη — или δεν έχω την ανάγκη σου — а) ты мне не нужен, я в тебе не нуждаюсь; — б) я от тебя не завишу;
δεν υπάρχει καμμιά ανάγκη — нет никакой необходимости;
σε ώρα ανάγκη(ς) — в момент необходимости;
από ανάγκη — или εξ ανάγκης — или (κατ·) ανάγκη — по необходимости, в силу необходимости;
είναι εθνική ανάγκη... — национальные интересы требуют...;
σε περίπτωση (εσχάτης) ανάγκης — или εν (εσχάτη) ανάγκη — в крайнем случае, в случае (крайней) необходимости;
2) недостаток, нужда, бедность;έχω ανάγκη — нуждаться;
είναι άνθρωπος της ανάγκης — он беден, он нуждается;
3) естественная надобность; нужда (прост.);κάνω την ανάγκη μου — отправлять естественную надобность;
§ κατάσταση εκτάκτου ανάγκης — чрезвычайное положение;
την ανάγκη φιλοτιμία ν ποιούμαι — делать хорошую мину при плохой игре
-
3 ενότητα
[-ης (-ητος)] η1) единство (в разн. знач);εθνική ενότητα — национальное единство;
ενότητα δράσης — единство действий;
ενότητα θεωρίας και πράξεως — единство теории и практики;
ενότητα τόπου και χρόνου — театр, единство места и времени;
ενότητα των αντιθέσεων — филос, единство противоположностей;
2) связность; логическая последовательность;ο λόγος του δεν έχει ενότητα — его речь бессвязна
-
4 εορτή
η праздник, торжество, празднество;ονομαστική εορτή — именины;
εθνική εορτή — национальный праздник;
§ κατόπιν εορτης — слишком поздно;
έρχομαι κατόπιν εορτής — приходить X шапочному разбору
-
5 ισοτιμία
η1) равноправие;εθνική ισοτιμία — национальное равноправие;
2) равноценность, эквивалентность (о деньгах, валюте и т. п.) -
6 καταπίεση
[-ις (-εως)] η1) гнёт; притеснение; угнетение;εθνική καταπίεση — национальный гнёт;
2) мучение, терзание -
7 κυριαρχία
η1) господство, владычество;η κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας — господство финансовой олигархии;
2) суверенность, суверенитет;η κρατική (εθνική) κυριαρχία — государственный (национальный) суверенитет;
3) засилье, хозяйничанье -
8 λυρικός
-
9 μειονότητα
[-ης (-ητος)] η меньшинство;μικρή μειονότητα — незначительное меньшинство;
εθνική μειονότητα — национальное меньшинство
-
10 οικονομία
η1) экономика (тж. наука);, хозяйство;αγροτική οικονομία — сельское хозяйство;
εθνική οικονομία — народное хозяйство, национальная экономика;
σχεδιοποιημένη οικονομία — плановое хозяйство;
πολιτική οικονομία — политическая экономия;
διαχειρίζομαι την οικονομία — вести хозяйство;
2) экономия, сбережение (действие);κάνω οικονομία — экономить;
3) бережливость;4) πλ. сбережения;έχω οικονομίες — иметь сбережения;
5) рациональное расположение материала, построение (литературного произведения, статьи и т. п.) -
11 παλιγγενεσία
η возрождение;εθνική ( — или ελληνική) παλιγγενεσία — освобождение Греции (от турецкого ига)
-
12 συνέλευση
[-ις (-εως)] η собрание; ассамблея;γενική συνέλευση — а) общее собрание; — б) генеральная ассамблея;
εθνική συνέλευση — на- циональное собрание
-
13 τράπεζα
-
14 υπερηφάνεια
См. также в других словарях:
Εθνική — Τίτλος εφημερίδων. 1. Αθηναϊκή δισεβδομαδιαία εφημερίδα (1834 35), η οποία δημοσίευε κείμενα και στη γαλλική γλώσσα. 2. Αθηναϊκή πολιτική εφημερίδα (1844 45). 3. Εφημερίδα (1906 16), την οποία εξέδιδε ο Κ. Θεοδωρόπουλος … Dictionary of Greek
ἐθνικῇ — ἐθνικός national fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐθνική — ἐθνικός national fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εθνική Άμυνα — Επαναστατικό κίνημα, το οποίο εκδηλώθηκε στη Θεσσαλονίκη, από τη στρατιωτική φρουρά της πόλης, τον Σεπτέμβριο του 1916. Το κίνημα στρεφόταν εναντίον της πολιτικής της κυβέρνησης της Αθήνας και του Στέμματος. Αρχηγοί του κινήματος ήταν ο… … Dictionary of Greek
Εθνική Εταιρεία — Συνωμοτική οργάνωση που ιδρύθηκε στην Αθήνα τον Μάιο του 1894. Παρότι στην αρχή ήταν αποκλειστικά στρατιωτική οργάνωση, αργότερα συγκέντρωσε στους κόλπους της πολλούς ανώτερους υπαλλήλους, δικαστικούς, πολιτευτές και ιδιώτες. Οι σκοποί της ήταν… … Dictionary of Greek
Νένετς, Εθνική περιφέρεια — (Nenets). Περιοχή (176.700 τ. χλμ., 46.700 κάτ. το 2003). στη δημοκρατία της Ρωσίας Πρωτεύουσα είναι η Ναριάν Μαρ. Η περιοχή βρίσκεται ανάμεσα στη Λευκή θάλασσα και τις θάλασσες Καρς και Βάρεντς. Έχει πολλούς λόφους και διαρρέεται από μικρούς… … Dictionary of Greek
National Library of Greece — Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος Ethnikí Vivliothíki tis Elládos English National Library of Greece The main building of the library Esta … Wikipedia
Griechische Nationalbibliothek — Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος Ethnikí Vivliothíki tis Elládos Das Hauptgebäude der Bibliothek Gründung 1832 Bestand … Deutsch Wikipedia
Национальная гвардия Республики Кипр — Εθνική Φρουρά Эθники Фрура Национальная Гвардия Эмблема национальной гвардии Республики Кипр Страна … Википедия
EOKA B — Εθνική Οργάνωσις Κυπρίων Αγωνιστών B EOKA B Idéologie Nationalisme Objectifs Fin de l ingérence de la dictature des colonels et rejet d une solution de paix. Statut dissous … Wikipédia en Français
σιντοϊσμός — Εθνική θρησκεία της Ιαπωνίας πολυθεϊστικού τύπου: η λατρεία αποδίνεται όχι μόνο στις καθαυτό θεότητες μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η Αματερασού, η θεά του Ήλιου που κατέχει την πρώτη θέση στο πάνθεον αλλά και στους προγόνους και στα πνεύματα,… … Dictionary of Greek