-
1 Διόνυσ'
Διόνῡσε, Διόνυσοςa: masc voc sg -
2 Διονυσαλέξανδρος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσαλέξανδρος
-
3 Διονύσια
A festival of Dionysus, IG12.57, Foed. ap. Th.5.23, etc.;τὰ ἐν ἄστει IG22.1299.31
;τὰ ἀστικά Th.5.20
;τὰ μεγάλα IG22.654.41
;τὰ κατ' ἀγρούς Ar.Ach. 202
, Aeschin.1.157;τὰ ἐπὶ Ληναίῳ IG2.741.10
; elsewh., SIG285.14 ([place name] Erythrae), IG12(1).6.3 (Rhodes, from Erythrae), etc.; Δ. παίδων ib.11 (2).105 (Delos, iii B. C.), al.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονύσια
-
4 Διονυσιάζω
A keep the Dionysia: Διονυσιάζουσαι, αἱ, title of play by Timocles, Ath.6.223b: hence, live festively or extravagantly, Luc.Dem.Enc.35, Philomnest.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσιάζω
-
5 Διονυσιακός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσιακός
-
6 Διονυσιασταί
Δῐονῡσ-ιασταί, οἱ, guild ofGreek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσιασταί
-
7 Διονυσιάς
2 as Subst., Bacchante, Id.3.13.7.3 a plaster, Orib.Fr.96, Philum. ap. Aët.16.38.4 name of Naxos, Call.Aet.3.1.41.II = ἀνδρόσαιμον, Dsc.3.156; = κατανάγκη, Ps.-Dsc.4.131.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσιάς
-
8 Διονύσιον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονύσιον
-
9 Διονύσιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονύσιος
-
10 Διονυσίσκος
A person who has bony excrescences on the temples, Heliod. ap. Orib.46.28.2, Gal.19.443.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσίσκος
См. также в других словарях:
Διόνυσ' — Διόνῡσε , Διόνυσος a masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… … Dictionary of Greek
γλωσσοπλάστης — ο αυτός που δημιουργεί και χρησιμοποιεί νέες λέξεις και φράσεις στον προφορικό ή τον γραπτό λόγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλώσσα + πλαστης < πλάσσω. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Διονύσ. Θερειανό] … Dictionary of Greek
καισαριαστής — καισαριαστής, ὁ (Α) στον πληθ. οἱ καισαριασταί λατρευτικός θίασος τού Καίσαρος κατά την εποχή τής θεοποίησης τών Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ανάλογος προς τους τραϊνησίους, τους ατταλιαστές κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. < καίσαρ κατά τα δημητρ ιαστής, διονυσ… … Dictionary of Greek
πομπηϊασταί — οἱ, Α σύνδεσμος τών λάτρεων τού Πομπηίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πομπήιος, κατά τα δημητρ ιαστής, διονυσ ιαστής] … Dictionary of Greek
πυρρωνιαστής — ὁ, Α πυρρωνιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πύρρων κατά τα δημητρ ιαστής, διονυσ ιαστής] … Dictionary of Greek
ωριγενιασταί — οἱ, ΜΑ οι οπαδοί τού Ωριγένους. [ΕΤΥΜΟΛ. < Ὠριγένης + κατάλ. ιαστής (πρβλ. Διονυσ ιαστής)] … Dictionary of Greek