Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

Δίκταμ(ν)ον

См. также в других словарях:

  • δίκταμνο — και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η) το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο το… …   Dictionary of Greek

  • ψευδοδίκταμ(ν)ο(ν) — το, και ψευδοδίκταμνος, ο, ΝΑ είδος τού φυτού βαλλωτή, κν. γνωστό σήμερα στην Κρήτη ως μαυρόμαργο ή ασπροπικροπάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + δίκταμ(ν)ον] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»