-
1 δίκταμνον
Grammatical information: n.Meaning: plant name, `Origanum Dictamnus' (Arist.).Other forms: Also δίκταμον (Arist.)Derivatives: δικταμνίτης ( οἶνος, Dsc.); vgl. Redard Les noms grecs en - της 96. Note the town Δίκταμ(ν)ον on the north coast of Crete.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Formation like σφένδαμνος, κάρδαμον etc. (Schwyzer 524 und 494), and therefore Pre-Greek (Fur. 396). Perhaps with Chantraine Form. 216 from Δίκτη, mountain Crete; cf. Strömberg Pflanzennamen 126.Page in Frisk: 1,394Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > δίκταμνον
См. также в других словарях:
δίκταμνο — και δίκταμο και δίχταμο, το και δίκταμος και δίχταμος, ο (AM δίκταμνον, το και δίκταμνος, η) το θεραπευτικό φυτό αμάρακον dictamnum. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παράγωγη λ. < Δίκτη, ονομασία κρητικού βουνού όπου φύτρωνε το δίκταμ(ν)ο το… … Dictionary of Greek
ψευδοδίκταμ(ν)ο(ν) — το, και ψευδοδίκταμνος, ο, ΝΑ είδος τού φυτού βαλλωτή, κν. γνωστό σήμερα στην Κρήτη ως μαυρόμαργο ή ασπροπικροπάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + δίκταμ(ν)ον] … Dictionary of Greek