-
1 Δάμασος
Δάμασοςmasc nom sg -
2 Δάμασος
Δάμασος: a Trojan, Il. 12.183.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Δάμασος
-
3 Δάμασε
Δάμασοςmasc voc sg -
4 Δαμάσω
Δάμασονneut nom /voc /acc dualΔάμασονneut gen sg (doric aeolic)Δάμασοςmasc nom /voc /acc dualΔάμασοςmasc gen sg (doric aeolic)——————Δάμασονneut dat sgΔάμασοςmasc dat sg -
5 Δαμάσου
Δάμασονneut gen sgΔάμασοςmasc gen sg -
6 Δαμάσων
Δάμασονneut gen plΔάμασοςmasc gen pl -
7 Δάμασ'
Δάμασα, Δάμασονneut nom /voc /acc plΔάμασε, Δάμασοςmasc voc sg -
8 Δάμασον
Δάμασονneut nom /voc /acc sgΔάμασοςmasc acc sg -
9 ὀκλάζω
Grammatical information: v.Meaning: `to prostrate, to crouch on ones heels, to squat', metaph. `to sink, to abate', trans. `to abate' (N 281, Hld.).Other forms: aor. ὀκλάσαι (S.).Derivatives: ὄκλα-σις f. `crouching' (Hp., Luc.), - σμα n. name of a Persian dance (Ar. Fr. 344 b); also ὀκλα-δίας m. `camp stool' (Att. inscr., Ar.), - δία = ὄκλασις (Suid.; cf. Scheller Oxytonierung 40), - δόν (A. R., Nonn.), - δις (Hdn. Gr.), - διστί (Babr.) adv. `crouchingly, squattingly, prostratingly'; ὀκλάξ adv. `id.' (Hp., Pherecr.; after γνύξ, πύξ etc.); Ὄκλασος m. PN (sch.; like Δάμασος a.o., s. Chantraine Form. 435).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: As basis of ὀκλάζω can not only a noun (*ὄκλος, *ὀκλή, *ὀκλάς?), but also a verb *ὀκλάω ( δαμάω: δαμάζω) have served (cf. Schwyzer 734). Therefore prop. with Prellwitz s. v. *ὀ-κλάω, - άζω like NHG zusammen-brechen, also of the knees ( ὀκλα-δ-ίας etc. like κλά-δ-ος, κλα-δ-αρός)? -- After Frisk IF 49, 99 f. to κῶλον, σκέλος; morpholog. unconvincing. -- Note the H.-glosses κλωκυδά τὸ καθῆσθαι ἐπ' ἀμφοτέροις ποσίν, ὀκκῦλαι τὸ ὀκλάσαι καὶ ἐπὶ τῶν πτερ\<ν\> ῶν καθίζεσθαι.Page in Frisk: 2,373Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὀκλάζω
-
10 Πήγασος
Grammatical information: m.Meaning: name of the mythical horse, that was begot by Poseidon with Medusa (Hes.).Other forms: Dor. Πάγ-.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Appellat. meaning unknown; so without certain etymology. Morpholog. both with appellatives as πέτασος, κόμπασος as also with endearing names like Ἔλασος, Δάμασος comparable, it can be formally connected with πηγαί, πηγή (Hes. Th. 282, Prellwitz, Bq, Nilsson Gr. Rel. 1, 451) or with πηγός `firm, strong, powerful' ( ἵππους π. I 124; Kretschmer Glotta 31, 95 ff.). The colour adj. πηγός `white' (also `black'), from which acc. to Malten (s. Wahrmann Glotta 17, 262), Schachermeyr Poseidon (1950) 179, v. Wilamowitz Glaube 1, 275 Πήγασος sould come (cf. Λεύκιππος), rests on a wrong interpretation of Homer (lit. s. πήγνυμι). -- Pre-Gr. origin is of course well possible; cf. Schwyzer 62 w. lit. It is now agreed upon that Pegasos derived from the first element of pih̯assassi-, an epithet of the Hittite and Luvian Storm-God (Starke Stammbild. 1990, 103-6).Page in Frisk: 2,524-525Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Πήγασος
См. также в других словарях:
Δάμασος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δάμασος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που τον σκότωσε ο Πολυποίτης, γιος του Πείριθου. 2. Γιος του Κόδρου, που μαζί με τον αδελφό του Νάοκλο ίδρυσε την αποικία των Ορχομενίων Μινυών. 3. Ένας από τους μνηστήρες της Αγαρίστης … Dictionary of Greek
Δάμασε — Δάμασος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμάσω — Δάμασον neut nom/voc/acc dual Δάμασον neut gen sg (doric aeolic) Δάμασος masc nom/voc/acc dual Δάμασος masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Карфаген кипрский — (Kartihadasti) упоминается в анналах Ассоргаддона при перечислении западных царей данников. Царем его назван Da mu si, что дает многим повод видеть в нем грека (Δάμασος), а город отождествлять с классическим Κούζιον, основанном аргивянами к З. от … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Damasvs — DAMĂSVS, i, Gr. Δάμασος, ου, ein Trojaner, welchen Polypötes, nebst andern, niedermachte. Hom. Il. Μ. v. 284 … Gründliches mythologisches Lexikon
Πήγασος — I Φτερωτό άλογο της μυθολογίας. Ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Μέδουσας. Αναπήδησε από το αίμα της μητέρας του όταν την αποκεφάλισε ο Περσέας. Σύμφωνα με άλλο μύθο, ξεπήδησε από το χώμα της Ακρόπολης όταν ο Ποσειδώνας, μαλώνοντας με την Αθηνά… … Dictionary of Greek
Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… … Dictionary of Greek
Δαμάσου — Δάμασον neut gen sg Δάμασος masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμάσων — Δάμασον neut gen pl Δάμασος masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δαμάσῳ — Δάμασον neut dat sg Δάμασος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)