-
1 Суэцкий канал
Διώρυγα του Σουέζ η -
2 канал
канал м η διώρυγα, το κανάλι оросительный (судоходный) \канал η αρδευτική (πλωτή) διώρυγα* * *мη διώρυγα, το κανάλιороси́тельный (судохо́дный) кана́л — η αρδευτική (πλωτή) διώρυγα
-
3 канал
-а α.1. αύλακας, διώρυγα, κανάλι•суецкий канал η διώρυγα του Εουέζ•
коринфский канал η διώρυγα του ισθμού της Κορίνθου•
оросительный канал αρδευτικός αύλακας.
2. το εσωτερικό αυλού•канал артиллерийского орудия ο αυλός του πυροβόλου!•
кабельный канал ο πυρήνας του καλωδίου.
3. σωλήνας•, мочеиспускательный канал η ουρήθρα•пищеварительный канал ο πεπτικός σωλήνας.
4. μτφ. πλθ. -ы μέσα, τρόποι, οδοί. -
4 канал
каналм1. τό κανάλι, ἡ διώρυξ, ἡ διώρυγα:судоходный \канал ἡ πλωτή διώρυγα· оросительный \канал τό κανάλι ἄρδευσης·2. (ствола оружия) τό κοίλο τῆς κάννης· 3.:мочеиспускательный \канал анат. ἡ οὐρήθρα. -
5 гидролоток
το χαντάκι, η διώρυγα του ύδατος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гидролоток
-
6 камера
1. (помещение) о θάλαμος, το διαμέρισμαбродильная - ζύμωσης (του κρασιού, του ζύθου)водоприёмная гидр. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερούнасосная горн. - της αντλίαςотстойная - см. осадочная -сопловая (тепл.) - ακροφυσίωνтопочная (тепл.) - εστίας/καύσηςфорсажная ав. - υπερσυμπίεσης2. (авто) (внутренняя оболочка шины) о αεροθάλαμος του επισώ-τρου, разг. η σαμπρέλλα (ξεν.) 3. (внутренняя часть фотоаппарата) το εσωτερικό τμήμα (της φωτογραφικής μηχανής) 4. (шлюзовая) мор. η δεξαμενή (για την κάθετη μετακίνηση του πλοίου) σε ανισόπεδη διώρυγα, η δεξαμενή ρύθμισης στάθμης·Русско-греческий словарь научных и технических терминов > камера
-
7 канал
1. мор. η διώρυγα, η διώρυξ, το κανάλι- закрыт (открыт) для прохода судов - είναι κλειστή (ανοιχτή) για το πέρασμα/διάπλου των πλοίωνотводящий - η κοίτη επι-στροφής/εκτροπής των υδάτων (μετά από τους στροβίλους του υδροηλεκτρικού σταθμού στην κοίτη του ποταμού)2. (тех., с - х.) το αυλάκι, ο οχετός· безнапорный - κυκλοφορίας μέσω της βαρύτηταςвпускной - εισόδου/εισαγωγήςвытяжной - εξαγωγής/εξαερισμούобводнительный - см. мелиоративный -оросительный - см. мелиоративный -- λεκάνηςсамотёчный гидр. - κυκλοφορίας διά της βαρύτητας3. (линиясвязи, коммуникации) о δίαυλος, το κανάλι(επικοινωνίας) абонентский - του συνδρομητή 4. анат. о σωλήνας, мочеиспускательный - (уретра) ηουρήθραфаллопиев - мед. см. трубафаллопиеваРусско-греческий словарь научных и технических терминов > канал
-
8 проток
1. (искусственный) η διώρυγα 2. (естественный) о δίαυλος, ο πορθμός, το κανάλι 3. анат. о πόρος, ο αγωγόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > проток
-
9 водоотводный
водоотводныйприл:\водоотводный канал ὁ ὁχετός, τό κανάλι, ἡ διώρυγα ἀποχέτευσης. -
10 обводный
обводныйприл:\обводный канал ἡ κυκλική διώρυγα -
11 оросительный
ороси́тельн||ыйприл ἀρδευτικός, ποτιστικός:\оросительныйая система τό ἀρδευτικό σύστημα· \оросительный канал ἡ ἀρδευτική διώρυγα"\оросительныйые работы τά ἀρδευτικά ἔργα. -
12 обводный
επ.κυκλοτερής•обводный канал διώρυγα τριτεύουσα.
-
13 провести
ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.1. μ. περνώ, οδηγώ•провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.
2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.
3. μ• χαράσσω, τραβώ•провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.
4. εγκατασταίνω•провести телефон περνώ τηλέφωνο.
|| κατασκευάζω, φτιάχνω•провести канал φτιάχνω διώρυγα.
5. μ. προβάλλω, προτείνω•провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.
|| κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•провести предложение περνώ την πρόταση.
6. καταχωρώ, εγγράφω.7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•
провести репетицию κάνω πρόβα.
8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.
|| περνώ•весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.
9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.εκφρ.провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια. -
14 прокопать
ρ.σ.μ.1. σκάβω• ανοίγω•прокопать канал ανοίγω διώρυγα.
2. διατρυπώ σκάβοντας•гору διατρυπώ το βουνό.
3. σκάβω (για ένα χρον. διάστημα)•прокопать целый день σκάβω όλη τη μέρα.
σκάβω•прокопать до воды σκάβω ώσπου να βρω νερό.
|| σκάβω (για ένα χρον. διάστημα). -
15 рыть
рыть 1рою, роешь, παθ. μτχ. παρλθ. рытый, βρ: рыт-а, -оρ.δ.μ.1. σκάβω, ανασκάβω, ορύσσω•рыть яму σκάβω λάκκο•
рыть окопы σκάβω χαρακώματα•
рыть колодец σκάβω πηγάδι•
рыть канал ανοίγω (κάνω) διώρυγα.
|| ανασκαλίζω. || εξορύσσω.2. ρίχνω, πετώ άτακτα.εκφρ.землю роет – α) αδημονεί, δεν τον χωράει ο τόπος, β) θαύματα (άθλους) κάνει, αναποδογύριζειτο σύμπαν.σκάβομαι, ορύσσομαι. || ψάχνω, ερευνώ• σκαλίζω.рыть 2-я ουδ.σκάψιμο, σκαφή• όρυξη•канавы σκάψιμο χάντακα.
-
16 судоходный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноπλωτός• πλόιμος•-ая река πλωτός ποταμός•
судоходный канал πλωτή διώρυγα.
См. также в других словарях:
διώρυγα — Τεχνητός υδάτινος δρόμος, που δημιουργεί πλωτή γραμμή επικοινωνίας ή μεταφέρει νερά από έναν τόπο σε άλλον για διάφορους σκοπούς και χρήσεις. Οι δ. διακρίνονται κυρίως σε πλωτές, παρακαμπτήριες, ύδρευσης, αποξήρανσης και άρδευσης. Οι πλωτές δ.… … Dictionary of Greek
διώρυγα — η μακρύ και βαθύ τεχνητό αυλάκι, κανάλι, το οποίο ενώνει δύο θάλασσες, ποταμούς ή λίμνες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διώρυγα — διώρυγος neut nom/voc/acc pl διώ̱ρυγα , διῶρυξ trench fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Η Διώρυγα του Σ — Τεχνητός υδάτινος δρόμος με διαδρομή 161 χλμ. μέσα από τον ομώνυμο ισθμό, συνδέει τη Μεσόγειο (Ατλαντικός ωκεανός) με την Ερυθρά θάλασσα (Ινδικός ωκεανός). Σχέδια για τη σύνδεση των δύο θαλασσών χρονολογούνται από τη δεύτερη π.Χ. χιλιετία και… … Dictionary of Greek
Αλβέρτου, διώρυγα — Πλωτή διώρυγα (129 χλμ.) στο Βέλγιο, ανάμεσα στη Λιέγη και στην Αμβέρσα. Συνδέει τους ποταμούς Μόσα και Σκάλδη. Άποψη της διώρυγας Αλβέρτου, που συνδέει τη Λιέγη και την Καμπίν με το λιμάνι της Αμβέρσας … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
παναμάς — I O Παναμάς καταλαμβάνει το πιο στενό τμήμα του κεντροαμερικανικού ισθμού και προχωρεί σε σχήμα «S» από τη μεθόριο με την Kόστα Pίκα στα δυτικά ώς τη μεθόριο με την Kολομβία στα ανατολικά. Tα πιο διαμήκη σύνορα της χώρας όμως είναι τα φυσικά, που … Dictionary of Greek
άρδευση — Η τεχνητή προσαγωγή νερού στις καλλιέργειες, απαραίτητη για την ανάπτυξη των φυτών, ώστε να συμπληρωθεί το έλλειμμα που προέρχεται από την ανεπάρκεια των ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων. Για την ά. χρησιμοποιούνται νερά που προέρχονται από πηγές,… … Dictionary of Greek
ισθμός — Στενή λωρίδα γης που ενώνει δύο ξηρές και χωρίζει δύο θάλασσες. Οι ι. δημιουργούνται από διάφορα αίτια: ηφαιστειακές, αιολικές ή ιζηματογενείς αποθέσεις, τεκτονικές μεταβολές του γήινου φλοιού, βραδυσεισμικές κινήσεις κ.ά. Στη σύγχρονη εποχή οι… … Dictionary of Greek
Έλβας — (γερμ. Elbe, τσέχ. Labe). Ποταμός (1.170 χλμ.) της κεντρικής Ευρώπης που εκβάλλει στη Βόρεια θάλασσα. Ο ρους του, που κατευθύνεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από τα νοτιοανατολικά προς βορειοδυτικά, προχωρεί πάνω από τα δύο τρίτα σε γερμανικό… … Dictionary of Greek
Τουρκμενιστάν — H χώρα βρίσκεται στη νοτιοδυτική Kεντρική Aσία και συνορεύει προς βορρά με το Oυζμπεκιστάν, βορειοδυτικά με το Kαζαχστάν, δυτικά είναι η Kασπία θάλασσα, νότια με το Iράν και νοτιοανατολικά με το Aφγανιστάν.Το Tουρκμενιστάν δημιουργήθηκε μετά τη… … Dictionary of Greek