См. также в других словарях:
διόβολος — διόβολος, ον (Α) (για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek
διόβολος — διόβολος, ον (Α) (για κεραυνό) ριγμένος από τον Δία. [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek