-
1 Διοτρεφής
Διο-τρεφής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διοτρεφής
-
2 διοτρεφής
διο-τρεφής, έος ( τρέφω): nourished by Zeus, Zeus-nurtured; epith. of kings (cf. διογενής), and of other illustrious persons; αἰζηοί, Il. 2.660; of the river Scamander, Il. 21.223; and of the Phaeacians as related to the gods, Od. 5.378.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > διοτρεφής
См. также в других словарях:
διοτρεφής — (1ος αι. π.Χ. – 1ος αι. μ.Χ.). Σοφιστής από την Αντιόχεια που άκμασε την εποχή του Στράβωνα. Ήταν δάσκαλος του ρήτορα Υβρέα. * * * διοτρεφής, ές (Α) αυτός που ανατράφηκε από τον Δία, θείος («διοτρεφέες βασιλῆες»). [ΕΤΥΜΟΛ. < διο * + τρεφής… … Dictionary of Greek