-
1 Διομήδης
Διο-μήδης: Diomed, the son of Tydeus, and one of the most brilliant of the Homeric heroes. Book E receives its title from his exploits ( Διομήδους ἀριστείᾶ), but they are prominent elsewhere also. Diomed and Glaucus, Il. 6.119-236. He returned in safety to Argos, Od. 3.180 ff.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > Διομήδης
См. также в других словарях:
μήδος — (I) μῆδος, τὸ (Α) (μόνο στον πληθ.) τὰ μήδεα α) σκέψεις, βουλεύματα, ιδίως πονηρά τεχνάσματα («ἄνδρα φέρουσα θεοῑς ἐναλίγκια μήδε ἔχοντα», Ομ. Οδ.) β) φροντίδες, μέριμνες («ἀλλά με σός τε πόθος σά τε μήδεα», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. από… … Dictionary of Greek
μήδομαι — (Α) 1. έχω κατά νου, σκέφτομαι, συλλογίζομαι («τὰ μὲν νοέω καὶ φράσσομαι, ἅσσ ἂν ἐμοί περ αὐτῇ μηδοίμην», Ομ. Οδ.) 2. (με κακή σημ.) τεχνάζομαι, μηχανώμαι, σχεδιάζω ή μελετώ κακά («τόσα γὰρ κακὰ μήσατ Ἀχαιούς», Ομ. Ιλ.) 3. (μετά τον Όμ.) επινοώ,… … Dictionary of Greek
ψοφομήδης — ες, Α (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που αγαπά και μηχανεύεται ψόφους, θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (Ι) «ήχος, κρότος» + μήδης (< μῆδος [Ι]* / μήδεα «τεχνάσματα»), πρβλ. Διο μήδης] … Dictionary of Greek