-
1 Διονυσοδότης
A bestower of Dionysus, Olymp. in Phd.p.111 N.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσοδότης
-
2 Διονυσοκόλακες
Δῐονῡσο-κόλᾰκες, οἱ, nickname of the τεχνῖται Διονυσιακοί, Theopomp. Hist. 267, Arist.Rh. 1405a23, Charesap.Ath.12.538f, Alciphr.3.48: hence,II flatterers of Dionysius the Tyrant, and the school of Plato, Epicur.Fr. 238, Thphr. ap. Ath.8.249f, 10.435e.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσοκόλακες
-
3 Διονυσοκουροπυρώνων
Δῐονῡσο-κουροπυρώνων, Comic compd., corrupt in Cratin.208.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσοκουροπυρώνων
-
4 Διονυσομανέω
A to be full of Bacchic frenzy, Philostr.VA5.32.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσομανέω
-
5 Διονυσονυμφάς
A burnet, Poterium Sanguisorba, Plin.HN24.165.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσονυμφάς
-
6 Διονυσοπλάτων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσοπλάτων
-
7 Διονυσοφόροι
Δῐονῡσο-φόροι· ἀρχή τις ἐν Συρακούσαις, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Διονυσοφόροι
-
8 Σ ς
Σ ς, [full] σίγμα or [full] σῖγμα (both accents are found in codd.), τό, twentyfirst letter of the Etruscan abecedaria, IG14.2420, and prob. of the oldest Gr. alphabets (corresponding to the twenty-first Hebrew letterA shin <*>, Phoenician [full] Ω, Syria 6.103), but eighteenth of the [dialect] Ion. alphabet: as numeral σ = 200, but [num] σ' = 200,000: a semi-vowel, Arist.Po. 1456b28, cf. Pl.Tht. 203b.A the oldest forms expressing this sound were [full] Μ (which is however the old eighteenth letter, q.v.), also [full] Σ and [full] ς; compared to a twisted curl, E.Fr.382.7, Theodect.6; to a Scythian bow, Agatho 4; after this, but yet early, it took the shape of a semicircle <*>, whence Aeschrio (Fr.1 ) calls the new moon τὸ καλὸν οὐρανοῦ νέον σῖγμα: hence the orchestra is called τὸ τοῦ θεάτρου σῖγμα, Phot., AB 286: and Lat. writers used sigma of a semicircular couch, Mart.10.48.6, etc.; cf. σιγμοειδής. The rare form <*> is used in the numbering of building-stones in Berl.Sitzb.1888.1234, 1242 (Pergam.). From final [full] ς must be disting uished the character [full] ς = 6, v. [full] ϝ ϝ (sixth letter).B the name [full] σίγμα ( [full] σῖγμα) was usu. indeclinable,τοῦ σῖγμα Pl.
l.c., Cra. 402e, 427a, Ath.10.455c, Lyd.Mens.1.21 (v.l. σίγματος); τῷ σῖγμα Gal.UP2.14
, al.;τῶν σῖγμα Pl.Com.30
;τὰ σίγμα τὰ ἐπὶ τῶν ἀσπίδων X.HG4.4.10
, cf. Hellad. ap. Phot.Bibl.p.532 B.; later declined,τοῦ σίγματος Eust.1389.15
;σίγμασιν Id.905.7
.2 we also hear of another name [full] σάν [ᾰ], τό, ta\ ou)no/mata/ sfi (sc. τοῖσι Πέρσῃσι)τελευτῶσι πάντα ἐς τὠυτὸ γράμμα, τὸ Δωριέες μὲν σὰν καλέουσι, Ἴωνες δὲ σίγμα Hdt.1.139
, cf. Pi.Dith.Oxy. 1604 Fr. 1 ii 3, Ath.11.467a; as name of the fourth and tenth letters in Θρασύμαχος, and of the sixth in Διονύσο ([etym.] υ), Epigr. ap. Ath.10.454f, Achae.33.4; cf. the compd. σαμ-φόρας: σάν and σίγμα were evidently pronounced alike; it is conjectured that σάν is originally the name of the old eighteenth letter. -
9 Διονύσιος
Διονύσιος, ου, ὁ (very freq.) Dionysius, name of an Athenian (s. Jos., Ant. 14, 149–52), member of the Areopagus, converted by Paul, Ac 17:34.—DELG s.v. Διόνυσο. M-M.
См. также в других словарях:
Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… … Dictionary of Greek
Λερναία — Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε,… … Dictionary of Greek
Ολυμπία — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Ολύμπια — Αρχαίο θρησκευτικό κέντρο στη βορειοδυτική Πελοπόννησο, όπου υπήρχε περίφημο ιερό του Δία και όπου γεννήθηκαν και διεξάγονταν έως το 393 μ.Χ. οι Ολυμπιακοί αγώνες. Επί χίλια και πλέον χρόνια η Ο. υπήρξε κάτι πολύ περισσότερο από ένα ιερό: υπήρξε… … Dictionary of Greek
Πιθοίγια — Γιορτή στην αρχαία Αθήνα. Τελούταν κατά την ενδέκατη μέρα του Ανθεστηριώνα (15 Φεβρ. 15 Μαρτίου) και αποτελούσε μέρος των Ανθεστηρίων. Στη διάρκειά της, οι οικογενειάρχες θυσίαζαν στον Διόνυσο και δοκίμαζαν το κρασί της νέας σοδειάς από τα… … Dictionary of Greek
αμβροσία — I Μυθολογικό πρόσωπο, μία από τις Υάδες, θυγατέρες του Άτλαντα και της Πληιόνης. Κατά την παράδοση, ανέθρεψε τον νεογέννητο Διόνυσο τρέφοντάς τον με μέλι, του οποίου ήταν η προσωποποίηση. Όταν ο βασιλιάς Λυκούργος καταδίωξε τον Διόνυσο και τον… … Dictionary of Greek
διθύραμβος — Αρχαίο ελληνικό χορικό άσμα με αφηγηματικό περιεχόμενο, αφιερωμένο κατά κανόνα στον Διόνυσο. Δυστυχώς, o ορισμός για τον δ. είναι γενικός, επειδή το υλικό που προσφέρεται σε κείμενα και πληροφορίες είναι πολύ αποσπασματικό. Σε κάθε περίπτωση,… … Dictionary of Greek
ηθοποιός — Εκείνος που ερμηνεύει ή αυτοσχεδιάζει μια θεατρική δράση όπου υποδύεται ένα πρόσωπο. Ερμηνευτής είναι ο η. που χρησιμοποιεί τα λόγια άλλων, δηλαδή ενός γραπτού κειμένου που έχει αυτόνομη λογοτεχνική αξία· αυτοσχεδιαστής είναι ο η. που παραμερίζει … Dictionary of Greek
λερναία — Αρχαιοελληνική μυστηριακή γιορτή, την οποία τελούσαν στη Λέρνα (βλ. λ.) προς τιμήν της Δήμητρας και του Διόνυσου. Σύμφωνα με τον Παυσανία, στη περιοχή αυτή, κοντά στον Ερασίνο ποταμό, υπήρχε λίθινος περίβολος από τον οποίο πραγματοποιήθηκε,… … Dictionary of Greek
Βάκχαι — Τραγωδία του Ευριπίδη, από τις σημαντικότερες της αρχαίας δραματουργίας, τελευταίο έργο του τραγικού (406 π.Χ.). Το υλικό προέρχεται από μύθους που αναφέρονται τόσο στην άμυνα του λογικού εναντίον της διονυσιακής μέθης, όσο και σε ιστορικά… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek